Κυριακή 5 Απριλίου 2015

Το μονοπώλιο της βίας.

του Παναγιώτη Μερτίκα*
 
Βάλθηκαν λοιπόν να μας πείσουν τα τελευταία χρόνια διαφόρων λογιών “κήνσορες” ότι το μισητό τέρας της βίας, μήτρα όλων των δεινών του κόσμου, η εξοστρακισμένη από τον άυλο πλατωνικό κόσμο των τέλειων ιδεών, έχει μολύνει ακόμα και το “σεπτό” χώρο του σχολείου. Η μάστιγα αυτή “φαίνεται” να λαμβάνει διάφορες υλικές μορφές, είτε αυτή των τυχαίων μεταλλάξεων του γενετικού υλικού που ευθύνεται για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας και ψυχοσύνθεσης των μαθητών, είτε αυτή ενός παθογόνου “μικροβίου” που ευθύνεται για τη μεταδοτική ασθένεια, γνωστή και ως  το απόφθεγμα: «η βία φέρνει βία»!

Ας δούμε όμως  τι “συμπτώματα” είναι δυνατόν να παρουσιάσουν σε ενδοσχολικό επίπεδο οι “φορείς” της βίας. Προπηλακισμοί, άσκηση σωματικής βίας, σεξουαλική παρενόχληση, συνειδητός αποκλεισμός συμμαθητών, ρατσιστική συμπεριφορά, βανδαλισμοί, απειθαρχία απέναντι στους καθηγητές και τους κανόνες λειτουργίας του σχολείου, στάση, σύσταση και συμμορία, συμμετοχή σε  ενέργειες και πράξεις που κατά το νόμο ορίζονται ως παράνομες είναι μερικές από τις εκφράσεις του “φαινομένου”.
 
Κατά τους “ειδήμονες” και “υπευθύνους”, όλες αυτές οι εκδηλώσεις τέτοιων συμπεριφορών είτε έχουν ψυχογενή αίτια είτε, ακόμα και αν δεν αποδίδονται σε ενδογενή χαραχτηριστικά της προσωπικότητας του ατόμου, αντιμετωπίζονται με τον ίδιο ενιαίο τρόπο. Άσχετα δηλαδή από τη βαρύτητα και την αιτιολογία τους, αυτό που προέχει είναι η διαχείριση της όποιας «κρίσης», με σκοπό όχι την «καταπολέμηση» της αιτίας, αλλά τον κατευνασμό και την τελική απρόσκοπτη(!) λειτουργία της σχολικής μονάδας.
 
Για την επίτευξη αυτού του στόχου αξιοποιείται βέβαια και η εύκολη και «αποδοτική λύση» της καταστολής της κάθε «παραβατικής» συμπεριφοράς. Από την άλλη, σε μια πιο ήπια έκδοση, κάποιες περιπτώσεις (όπως η διαχείριση θυμού) παραπέμπονται και σε ειδικούς παιδοψυχολόγους με άμεσο στόχο να «θεραπευθούν» τα «συμπτώματα» τοπικά στο χωροχρόνο.
 
Αλήθεια όμως, πoια επιστημονική θεωρία «που σέβεται τον εαυτό της» ερμηνεύει και αντιμετωπίζει μια διαμορφούμενη τάση (ας δεχθούμε σε πρώτο επίπεδο αυτή την παραδοχή) με ψυχαναλυτικούς όρους, λες και η κοινωνία είναι ένα σύνολο ανεξάρτητων ανθρώπινων ψυχολογιών που διαμορφώνεται κατά κύριο λόγο με όρους δυνάμει εσωτερικούς; Στην καλύτερη, συναντά κανείς ρεύματα που εστιάζουν στην αντιμετώπιση μέσω του σχήματος νουθεσία-καθοδήγηση μαζί με ολίγη από ψυχανάλυση. στη χειρότερη διάφοροι “επιστημονίζοντες” αποδίδουν τη δράση του ατόμου σε γονιδιακές καταβολές, αναβιώνοντας φασίζουσες θεωρίες περί ενός ιδιότυπου a priori ψυχοσυναισθηματικού δυναμικού.
 
Αληθινά όμως, αν κανείς νοιάζεται πραγματικά να ερμηνεύσει και να αντιμετωπίσει ένα σύνολο συμπεριφορών, είναι δυνατόν να μην αναζητήσει τις αιτίες εμφάνισής τους στις κοινωνικά διαμορφούμενες σχέσεις μεταξύ των ατόμων; Είναι δυνατόν, σε τελική ανάλυση, να μη συνυπολογίσει τους όρους που καθορίζουν τη συγκρότηση του εποικοδομήματος των διανθρώπινων σχέσεων πρώτα απ’ όλα ως αντανάκλαση του συνόλου των παραγωγικών δομών και ταξικών αντιθέσεων της κοινωνίας; Αξίζει μάλιστα να σημειώσουμε εδώ ότι οι όροι αυτοί φαίνεται να διατρέχουν την κοινωνία ως ένα μακροσκοπικό πεδίο που σαρώνει τις “τοπικές” ιδιότητες της κοινωνικής μονάδας, του ατόμου, συνιστά δηλαδή μια νομοτέλεια που ξεπερνάει τα στενά όρια των ιδιοτήτων των επιμέρους μερών του όλου και συνιστά μια διαλεκτική σύνθεση σε ανώτερη ποιότητα.
 
Τι εμπειρίες συσσωρεύουν λοιπόν τα παιδιά μέσα στο σημερινό περιβάλλον που κυριαρχούν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής;  Πρώτα απ’ όλα η αποθέωση του ανταγωνισμού ως φυσικού νόμου που καθορίζει την επιβίωση του ατόμου έναντι του άλλου. Ο συστατικός και αναγκαίος αυτός όρος για την παροδική κερδοφορία των μεγάλων καπιταλιστικών ομίλων (μέχρι τη φάση της κρίσης-ύφεσης), αναγορεύεται σε διαχρονικό και απόλυτο νόμο μέσα στους αιώνες και απαιτεί τον αλληλοσπαραγμό των παραγωγών αξίας και υπεραξίας, το «διαίρει και βασίλευε».
 
Σ’ αυτό το σημείο έχει αξία να υπογραμμίσουμε τον τρόπο με τον οποίο υποδόρια μπολιάζονται οι συνειδήσεις μέσω της στοχευμένης παρουσίασης στα ντοκιμαντέρ βίαιων “αντιπαραθέσεων” μεταξύ ζωντανών οργανισμών. Οι “ερευνητές” αρέσκονται να αποθεώνουν τις μάχες μεταξύ άγριων ζώων, λες και είναι το μόνο είδος αναπτυγμένων σχέσεων μεταξύ των ζωντανών οργανισμών. Σάμπως και οι όποιες αντιπαραθέσεις τέτοιου είδους δεν πηγάζουν από ορμέμφυτες  μη συνειδητές τάσεις που υπαγορεύονται από ένα κατώτερο εξελικτικά νευρικό σύστημα και το οποίο φέρει κωδικοποιημένες κυρίως τις ανάγκες για τροφή και αναπαραγωγή, αλλά από ένα ιδιότυπο “ανθρωπομορφικό” σύστημα ηθικών αξιών που κυριαρχείται από βίαιες εκδηλώσεις. Αναγωγές του τύπου «όλοι ζώα είμαστε, οι ίδιοι νόμοι μας διέπουν» είναι τουλάχιστον επιστημονικά υπεραπλουστευτικοί, αν όχι σκόπιμα στρεβλωτικοί, με σκοπό τη δικαιολόγηση κυρίαρχων ιδεών στην κοινωνία του τύπου: «δε θα επιβιώσουμε  και όλοι, μόνο όσοι αντέχουν το σκληρό ανταγωνισμό που επιλέγει με όρους φυσικής επιλογής».
 
Αν στην ίδια κατεύθυνση αθροίσει κανείς και το συνεχή βομβαρδισμό με ταινίες και τηλεοπτικά σήριαλ στα οποία κυριαρχούν ο πόλεμος και η ακραίας μορφής βία, αντιλαμβάνεται κανείς τι εγγράφεται ως αυτονόητη πραγματικότητα στις συνειδήσεις των παιδιών. Θαρρεί κανείς ότι περιστοιχιζόμαστε μόνο από συμμορίες, τρομοκρατικές οργανώσεις, εγκληματικές ομάδες και διεθνείς συνωμοσίες από συγκεκριμένες χώρες (παρεμπιπτόντως, όλως τυχαίως, ΝΑΤΟικούς στόχους) που χρήζουν βίαιης αντιμετώπισης. Η συνεχής χρήση ένοπλης βίας, η οποία τεχνηέντως παρουσιάζεται με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο, εθίζει εύκολα στην  “αποηθικοποίηση” της πρόκλησης βλάβης στη ζωή ενός ανθρώπου, που την καθιστά αναλώσιμο είδος. Αρνητική συμβολή σε όλο αυτό έχει και η σχεδόν αποκλειστική παραγωγή και διάδοση από πολυεθνικές εταιρίες λογισμικού, ηλεκτρονικών παιχνιδιών ανάλογου περιεχομένου που μαθαίνει ακόμα και σε παιδιά μικρής ηλικίας, και στο πλαίσιο εικονικών συνθηκών, να αντιλαμβάνονται το περιβάλλον τους –έμψυχο και άψυχο– ως πεδίο προς εκμετάλλευση και αφανισμό. Ας σκεφτούμε λοιπόν το πιθανό εκρηκτικό μείγμα που δημιουργείται σε χώρες όπως οι Η.Π.Α., στις οποίες η πρόσβαση σε οπλικά συστήματα είναι σχετικά εύκολη για τον οποιοδήποτε. Τι να περιμένει κανείς όμως από έναν πολιτισμό των μονοπωλίων που την ώρα της ωμής επέμβασης στη Γιουγκοσλαβία, διοργάνωνε μέσω διαδικτύου “σαφάρι” κεφαλών εναντίον γηγενούς άμαχου πληθυσμού, εξισώνοντας έτσι την ανθρώπινη ζωή με θήραμα προς τέρψη;!
 
Ας σταθούμε όμως και σε έναν ακόμα μηχανισμό ενσωμάτωσης και εκμαυλισμού των συνειδήσεων των νέων ανθρώπων, τους μεγάλους αθλητικούς συλλόγους στον «επαγγελματικό» αθλητισμό. Είναι γνωστό τοις πάσι, και όχι μόνο στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, ότι οι μεγάλες ομάδες αποτελούν κέντρα στοίχισης οπαδών-“στρατιωτών” που αντιπαρατίθενται με σφοδρότητα (πολλές φορές κατά παραγγελία), υπερασπιζόμενοι το “συμφέρον” και τις “αξίες” του εκάστοτε συλλόγου. Οι ομάδες αυτές, που πολλές φορές είναι οι εταιρίες-βιτρίνα για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος των μεγαλοεπιχειρηματιών ιδιοκτητών τους, είναι πλήρως συναρμοσμένες με εταιρίες στοιχημάτων, παραγωγής αναμνηστικών αντικειμένων των ομάδων κ.ά., και θησαυρίζουν μέσω και των εισιτηρίων για τους αγώνες. Και φυσικά, για να μπορούν να αντλούν κέρδη από την όλη ιστορία, συντηρούν πραιτοριανούς στρατούς, στις γραμμές των οποίων εντάσσονται και μικρής ηλικίας παιδιά, που μπολιάζονται από νωρίς –με τη βοήθεια και των αναγκαίων εντύπων– με το “αναγκαίο” μίσος για τους “αντιπάλους” των άλλων ομάδων. Η σύγχρονη εκδοχή του εμπορευματοποιημένου αθλητισμού εμφανίζει συν τοις άλλοις όμως και μια ακόμα σοβαρή πτυχή. Αυτή δεν είναι άλλη από την αρχιτεκτονική του ρωμαϊκού «άρτος και θεάματα», του αποπροσανατολισμού δηλαδή της νεολαίας (και όχι μόνο) από τις πραγματικές αιτίες των κοινωνικών προβλημάτων και την όποια διεκδίκηση επίλυσής τους, καθώς και την προσανατολισμένη εκτόνωσή τους μέσα από την απλή αμέτοχη θέαση από τη μία, αλλά και τους μηχανισμούς τυφλής βίας οπαδών από την άλλη.
 
Επόμενος σταθμός: «ρατσιστική βία». Πέρα από προσεγγίσεις του τύπου «φόβος του διαφορετικού», που αποδίδεται σε αυθόρμητη ανακλαστική αντίδραση των ανθρώπων και ομάδων ανθρώπων σε κάθε τι που αποκλίνει σε οποιοδήποτε επίπεδο ως προς τη μέση τιμή, ο ρατσισμός ως κυρίαρχη ιδέα και πραχτική κατά βάση εκπορεύεται από την άρχουσα (αστική σήμερα) τάξη με στόχο τη διαίρεση της λαϊκής βάσης της κοινωνίας και της στροφής του ενός τμήματός της απέναντι στο άλλο, ώστε να διασφαλίζεται η “βασιλεία” της. Καλλιεργούνται έτσι ιδέες και πραχτικές του τύπου «για την ανεργία ευθύνεται η αθρόα εισροή μεταναστών», για την υποβάθμιση της ζωής στα αστικά κέντρα το ίδιο, για την εγκληματικότητα μετανάστες και κοινότητες όπως των Ρομά, για την τρομοκρατία και τους πολέμους οι φονταμενταλιστές μουσουλμάνοι, ενώ σε αυτή την κατεύθυνση συμβάλλουν καθοριστικά και τα Μ.Μ.Ε.. Όταν αυτά συνοδεύονται από διαφορετικότητα στο χρώμα του δέρματος ή και στο θρήσκευμα, η συσκότιση με όρους πολιτισμικής ή και γενετικής ανωτερότητας-κατωτερότητας, δημιουργούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ αποπροσανατολισμού που οδηγεί στο μίσος. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται η κοινωνική απομόνωση και περιθωριοποίηση πολλές φορές τέτοιων ομάδων, με σκοπό από τη μια την ένταση της εκμετάλλευσής τους κι από την άλλη τη μη συνένωσή τους με το εγχώριο εργατικό λαϊκό κίνημα που πολεμάει την πραγματική αιτία της εκμετάλλευσης και του χαμηλού βιοτικού επιπέδου της κοινωνικής πλειονότητας, τις καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις. Οι ρατσιστικές ιδέες δηλητηριάζουν πολλές φορές και τις συνειδήσεις των νέων παιδιών, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αντιπαραθέσεις σε σχολεία μεταξύ μαθητών διαφορετικών εθνοτήτων που στις πόλεις λαμβάνουν κάποιες φορές μεγάλη έκταση, ιδιαίτερα με τις φασιστικές οργανώσεις που αναζητούν εύπλαστες συνειδήσεις για στρατολόγηση.
 
Τώρα όσον αφορά τη σεξιστική βία, που δεν πρέπει να συγχέεται με την ερωτική “πολιορκία” που αποτελεί υγιές στοιχείο κοινωνικοποίησης και ανάπτυξης του ατόμου, δείχνει να έχει τις ρίζες της κύρια στην ίδια την εμπορευματοποίηση και εκμετάλλευση του έρωτα. Ο ακρωτηριασμός της ερωτικής συσχέτισης δύο ανθρώπων  ως το επίπεδο μιας τυφλής σεξουαλικής ικανοποίησης χωρίς την κοινή συναίνεση των δύο μερών, μέσω της μετατροπής της ανθρώπινης υπόστασης και σε αυτό το επίπεδο σε εμπόρευμα προς πώληση, οδηγεί σε παραπέρα αλλοτρίωση των ανθρώπινων σχέσεων. Μια τεράστια βιομηχανία βίαιης εκπόρνευσης εκατομμυρίων ανθρώπων ανά τον κόσμο είτε με όρους δουλείας, είτε με όρους έμμεσου οικονομικού καταναγκασμού, έχει διαχύσει το “προϊόν” της στις αγορές αποβλέποντας στην άντληση υπερκερδών (βασιζόμενη σε “υπεραξία” ακόμα και 100%). Αν τώρα συνυπολογίσει κανείς ότι σε κάθε περίπτωση εκμετάλλευσης μερίδας ανθρώπων διαχέονται παράλληλα και ιδέες ότι λόγω της κατωτερότητας –στην εν λόγω περίπτωση σε επίπεδο εθνικής καταγωγής ή και φύλου- δικαιολογείται η απομύζησή τους, αντιλαμβάνεται κανείς γιατί είναι δυνατόν να παραχθούν συνθήκες άσκησης σεξιστικής βίας ακόμα και σε μικρές ηλικίες. Μαζί με τα παραπάνω θα μπορούσε να σταθεί κανείς και σε μια ακόμα πλευρά που μπορεί δυνητικά να οδηγήσει σε ανάλογου φορτίου βία και αυτή είναι η εσκεμμένα καλλιεργημένη από πάνω προς τα κάτω σύνδεση του κοινωνικού-οικονομικού status ενός ανθρώπου με την ερωτική απήχησή του. Άνθρωποι που οι ίδιοι και οι οικογένειές τους βιώνουν, ειδικά σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, την εξαθλίωση και τον αποκλεισμό λόγω των βάρβαρων συνεπειών της υποβάθμισης του βιοτικού τους επιπέδου και όχι μόνο, καθίστανται πιο ευάλωτοι σε αυθόρμητες ατομικές μορφές βίαιης απόσπασης της όποιας απόλαυσης της ζωής, ακόμα και σε αυτό το επίπεδο.
 
Σημαντική πτυχή επίσης η οποία διαμορφώνει το έδαφος για βίαιες εκδηλώσεις εντός του σχολικού περιβάλλοντος είναι και η ίδια η φυσιογνωμία του σχολείου ως μηχανισμού αναπαραγωγής της ταξικής διαφοροποίησης αλλά και του ιδεολογικού ακρωτηριασμού που υφίστανται ολοένα και περισσότερο οι μαθητές. Η αρχιτεκτονική του «Nέου σχολείου» βασισμένη στις ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς, διαμορφώνει ένα ασφυχτικό πλαίσιο στο οποίο καλούνται απλώς να συμμορφωθούν, ενώ η έκφραση, η δημιουργική αμφισβήτηση και η ολόπλευρη μόρφωση έχουν πάει περίπατο προ πολλού (αν ψήγματά τους υπήρξαν και ποτέ!). Έχουν να διαχειριστούν ένα αυστηρά ανταγωνιστικό περιβάλλον, στα όρια του πρωταθλητισμού, το οποίο από νωρίς κατηγοριοποιεί και κατατάσσει τους μαθητές μέσω των διάφορων φραγμών και πάνω κάτω αναπαράγει την ήδη υπάρχουσα κοινωνική διαστρωμάτωση, δημιουργώντας από τη μια την ολιγαρχία των εκμεταλλευτών της ανθρώπινης εργασίας μαζί φυσικά με τα αναγκαία ανώτερα στελέχη των επιχειρήσεων και από την άλλη τα καλολαδωμένα γρανάζια της απλής εκτελεστικής προς εκμετάλλευση εργασίας. Η συνειδητή συσκότιση των δομικών στοιχείων της εκπαιδευτικής διαδικασίας εντός της κεφαλαιοκρατικής κυριαρχίας οδηγεί τα παιδιά σε λάθος συμπεράσματα του τύπου «είμαι άχρηστος» ή στρέφει το ένα ενάντια στο άλλο στον επιβεβλημένα εξατομικευμένο “αγώνα” δρόμου για μια θέση στον ήλιο (ή καλύτερα: στη δουλειά ήλιο με ήλιο!). Ίδια ρίζα δύναται να έχει και η στροφή των μαθητών πολλές φορές ενάντια στους δασκάλους τους, καθώς εν μέρει ορθά “συμβολοποιείται”  η όποια αντίθεσή τους με τις λειτουργικές δομές του σχολικού περιβάλλοντος στο πρόσωπο των φορέων υλοποίησής τους, που είναι οι καθηγητές. Ας σκεφτούμε τι έκταση πιθανά μπορεί να πάρει αυτή σχέση, τώρα που περιορίζεται και η προσωπική “σφραγίδα” του κάθε δασκάλου-καθηγητή, και υποβαθμίζεται ο ρόλος σε απλό διασφαλιστή της υλοποίησης των αντιδραστικών εξελίξεων στην εκπαίδευση.
 
Τέλος, καλό θα ήταν να σταθούμε και στο γενικό πλαίσιο που διαμορφώνει συνθήκες τέτοιων μορφών βίας στη βάση της κοινωνίας. Αυτό δεν είναι άλλο από τη διαρκώς συσσωρευόμενη βίαιη πίεση που ασκείται στα παιδιά και στις οικογένειές τους λόγω της αδυναμίας κάλυψης βασικών υλικών αναγκών, αλλά και τη διαρκή απογοήτευση που βιώνουν ως προς τις προσδοκίες τους για το μέλλον της ζωής τους. Όταν μάλιστα αυτό δε  συνοδεύεται τόσο από τη γνώση των πραγματικών αιτίων που γεννούν τα προβλήματα –κι αυτό δεν είναι άλλο παρά ο ταξικός χαρακτήρας της κοινωνίας– όσο και από την  αναγκαία διέξοδο που είναι η οργανωμένη αντίσταση και πάλη από μεριάς των λαϊκών στρωμάτων για τη μερική αντιμετώπιση ή και οριστική επίλυσή τους, η τυφλή βία επί δικαίων και αδίκων καθώς και ο “αλληλοσπαραγμός” λειτουργούν ως η μόνη στρεβλή βαλβίδα εκτόνωσης.
 
Πάντως, ακόμα κι αν δεχτούμε τη διαμόρφωση ενός σκηνικού βίαιων συμπεριφορών εντός των σχολείων, πώς είναι δυνατόν να αρκούμαστε στην απλή αποτύπωσή τους και όχι στην αναζήτηση των πραγματικών γενεσιουργών τους αιτίων; Γιατί και ως ζητήματα ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης να αναγνωστούν, κάποιες αιτίες παράγουν αυτές τις σύνθετες εγκεφαλικές λειτουργίες! Και αυτές δεν είναι ορθό να αναζητούνται μόνο σε “εσωτερικές” ατομικές διαδικασίες που συντελούνται σε κάθε μαθητή ξεχωριστά και σε απόσταση από  το περιβάλλον ύπαρξης και δράσης του. Αποτελεί “καινοτομία” η τάση να αντιμετωπίζονται με ψυχολογική υποστήριξη οι αδυναμίες διαχείρισης της ψυχραιμίας και αποδοχής των αντικειμενικών συνθηκών που βιώνουν οι μαθητές (το ίδιο εφαρμόζεται και σε εργαζόμενους που δεν αντεπεξέρχονται στις δυσκολίες του χώρου εργασίας!), θεωρώντας ως ντε φάκτο αυτές τις συνθήκες και εστιάζοντας μόνο στο πώς θα γίνουν αποδεκτές χωρίς εσωτερικούς και εξωτερικούς τριγμούς;
 
Τέλος, αρκούν για να λύσουν το πρόβλημα οι επικλήσεις, οι παραινέσεις ή και οι καταναγκασμοί που ξεκινούν με εκφράσεις του τύπου «μην…», «δεν επιτρέπεται…», «απαγορεύεται…», αν πρώτιστα δε συμβάλλουν γονείς και εκπαιδευτικοί στην ουσιαστική ανάδειξη στους μαθητές των όρων παραγωγής των διαφόρων μορφών βίας; Αλήθεια πιστεύουμε ότι θα εξαλειφθούν τα όποια κρούσματα ενδοσχολικής βίας αν δε συμβάλλουμε στον αναπροσανατολισμό της ζωής των παιδιών, πολλώ δε μάλλον αν δεν παλέψουμε συλλογικά για ριζικές τομές στην ίδια την κοινωνική συγκρότηση έτσι, ώστε να μην επιβιώνουν οι όροι για την αναπαραγωγή των βίαιων συμπεριφορών;
 
Προχωρώντας ένα βήμα παρακάτω, καίριο είναι να απαντήσουμε στο γιατί έχει επιλεγεί ως κεντρική κατεύθυνση σε Ε.Ε.- Η.Π.Α. να αναδειχθεί σε μείζον ζήτημα «το φαινόμενο της ενδοσχολικής βίας», τη στιγμή μάλιστα που οι ίδιες οι στατιστικές καταγράφουν μια αυξητική τάση, αλλά όχι παγίωση ή και κορύφωση τέτοιων ενεργειών. Προφανώς κάτι θέλει η αστική εξουσία να προλάβει, κι αυτό δεν είναι ούτε αόριστα η άσκηση σωματικής βίας ούτε ο αναδυόμενος ρατσισμός ούτε ο σεξισμός και πάει λέγοντας. Ο μόνιμος φόβος τους είναι η πιθανή ανάπτυξη θυλάκων αντίστασης, η αναπτυσσόμενη αμφισβήτηση και ανυπακοή απέναντι στις εφαρμοζόμενες πολιτικές, ειδικά σε μία περίοδο που λόγω της έντασης των κοινωνικών προβλημάτων, της διάλυσης των όποιων δικαιωμάτων του λαού έχουν απομείνει όρθια, η κοινωνία είναι πιο επιδεκτική σε ιδέες που αμφισβητούν τον πυρήνα της εξουσίας των μεγαλοεργοδοτών στα μέσα παραγωγής. Εξαπολύουν έτσι «προληπτικό πόλεμο» ενάντια σε μαθητές και εκπαιδευτικούς, προσπαθώντας να δημιουργήσουν ένα ασφυχτικό πλαίσιο λειτουργίας των σχολείων: από τη μια η αδυναμία να ασκηθούν δημοκρατικές διαδικασίες στο σχολείο, και ελλείψει  χρόνου, αφού όλοι θα τρέχουν σε αέναο κυνήγι πιστοποιήσεων, από την άλλη η ποινικοποίηση οποιασδήποτε ενέργειας αντιτάσσεται στο “μονόδρομο” της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
 
Η συγκρότηση από την άλλη της βάσης δεδομένων του “Παρατηρητηρίου βίας”, θα μπορεί ν’ αξιοποιηθεί και για την κατηγοριοποίηση σε σχολεία «παραβατικότητας» και μη, στοχοποιώντας τα πρώτα, ενώ η αγαστή «συνεργασία» των κατά τόπους διευθυντών με την αστυνομία –μετά και από παρότρυνση και της τελευταίας– θα μπορεί να δρα χειρουργικά στον εκφοβισμό και την άμεση καταστολή κινητοποιήσεων διώκοντας μάλιστα σε προσωπικό επίπεδο πρωτοπόρους μαθητές αλλά και «υποκινητές» καθηγητές (υπάρχουν ήδη παραδείγματα!).
 
Το σχέδιο αυτό που υλοποιείται προοδευτικά στα σχολεία είναι τμήμα συνολικής πολιτικής που εφαρμόζεται σε μια σειρά καπιταλιστικών χωρών εντός και εκτός Ε.Ε. και η λογική του ξεδιπλώνεται ήδη με αφορμή την «τρομοκρατία». Συγκεκριμένα, αξιοποιήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες εσκεμμένα η δράση αμφίβολης σύνθεσης και προέλευσης τυχοδιωχτικών  προβοκατόρικων ομάδων, για να πειστεί ο λαός για την αναγκαιότητα θέσπισης αντιτρομοκρατικών νόμων, ώστε να προστατευθεί η δημόσια τάξη και ασφάλεια. Και πριν καν «κάτσει ο κουρνιαχτός», στον αντιτρομοκρατικό νόμο εντάχθηκαν και διατάξεις που ορίζουν ως τρομοκρατικές πράξεις όλες τις ενέργειες που «παρακωλύουν την ομαλή και απρόσκοπτη οικονομική δραστηριότητα». Δηλαδή, ενέργειες όπως καταλήψεις δημόσιων κτηρίων, χώρων εργασίας, δρόμων και σχολείων, και γενικά  μια σειρά από μορφές πάλης που θα μπορούσε ν’ αξιοποιήσει το εργατικό λαϊκό κίνημα ποινικοποιούνται και μάλιστα ως βαριά αδικήματα. Στόχος ο εκφοβισμός του λαού και η καταστολή των λαϊκών κινητοποιήσεων.
 
Το ίδιο εξυφαίνεται και στην περίπτωση της «σχολικής βίας». Προσπαθούν να καλλιεργήσουν εικονικό κλίμα βίας στα σχολικό περιβάλλον, ώστε να θέσουν στη μέγγενη τόσο τους εκπαιδευτικούς, όσο και την αυριανή βάρδια της εργασίας, κι έτσι να εφαρμοστούν οι αναγκαίες πολιτικές που θα τους διασφαλίσουν μεσομακροπρόθεσμα υψηλά κέρδη και «κοινωνική ειρήνη». Σ’ αυτήν την κατεύθυνση αξιοποιούνται επιμέρους μορφές βίας, οι οποίες βέβαια γεννιούνται πάνω στο έδαφος των αντιθέσεων και δυσαρμονιών που δημιουργεί ο ίδιος ο καπιταλιστικός τρόπος οργάνωσης της παραγωγής και το συνεπακόλουθο σύνολο κοινωνικών σχέσεων, για να προλάβουν την οργάνωση της πάλης, μετατρέποντάς τη σε ποινική πράξη.
 
Αυτό λοιπόν που απαιτούν τα μονοπώλια και οι κυβερνητικές εκδοχές τους είναι η υποταγή στο δόγμα «Νόμος και Τάξη», η «καταδίκη της βίας από όπου κι αν προέρχεται», ιδεολογικά σχήματα που αποσκοπούν στο να συγκαλύψουν τη μία και μόνη βία που πραγματικά δεν μπορούν ν’ αποδεχθούν και ν’ αντέξουν: το να τους αποσπάσει ο λαός τα μέσα παραγωγής, το να εφαρμόσει τη μόνη αληθινή δημοκρατία, αυτή που στο πρώτο άρθρο του συντάγματός της καταργεί την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και  προβλέπει τη συλλογική ιδιοχτησία των υλικών όρων της οικονομίας προς όφελος του μεγάλου μέρους της κοινωνίας, των εργαζόμενων, την εργατική λαϊκή εξουσία, το σοσιαλισμό. 
 
Το κάλεσμα για άρνηση της βίας από κάθε άποψη, αποτελεί επί της ουσίας κάλεσμα στις καταπιεζόμενες τάξεις για άρνηση της δυνατότητας ανατροπής του καπιταλισμού από την τάξη που έχει συμφέρον από την κατάργηση της εκμετάλλευσης. Γι’ αυτό αρέσκονται να παραπληροφορούν για το δήθεν τέλος της ιστορίας. Γιατί γνωρίζουν ότι ιστορικά ο κινητήριος μοχλός της κοινωνικής εξέλιξης είναι η πάλη των τάξεων και δεν μπορούν να ξεμπερδέψουν με αυτή, όσο υπάρχουν καπιταλιστές και εργάτες. Ας ακούσουμε όμως και τον κλασικό του μαρξισμού Φ. Ένγκελς: «… η βία παίζει και άλλο ρόλο στην ιστορία, έναν επαναστατικό προοδευτικό ρόλο, είναι η μαμμή που από κάθε παλιά κοινωνία ξεγεννά μια καινούργια, αποτελεί το όργανο με το οποίο επιβάλλεται η κοινωνική εξέλιξη και σπάζει τις αποστεωμένες πολιτικές μορφές…».
 
Η αστική τάξη γνωρίζει τι μέλλον την περιμένει, γι’ αυτό και μέσω του κράτους της διεκδικεί το μονοπώλιο της βίας απέναντι σε όποιον την αμφισβητεί. Στην τραγωδία του Αισχύλου Προμηθεύς Δεσμώτης, μπορεί κανείς και μέσω του μύθου να πάρει μια ιδέα για το πώς αντιμετωπίζεται όποιος αποτολμήσει ν’ αποσπάσει από την ελίτ τα μέσα για την επιβίωση των ανθρώπων. Δεν ήταν δυνατό να επιτρέψουν οι θεοί του Ολύμπου την κλοπή της φωτιάς από τον Προμηθέα για λογαριασμό των ανθρώπων χωρίς την παραδειγματική του τιμωρία. Έτσι ο Δίας έστειλε τους πιστούς του υπηρέτες το Κράτος και τη Βία για να τον συλλάβουν και να τον αλυσοδέσουν στα βράχια του Καυκάσου.
 
Διαχρονικό λοιπόν το νόημα του μύθου, και η έκφρασή του στο σήμερα είναι η αξίωση της άσκησης νόμιμης βίας μόνο από την “ευγενή” τάξη των βιομηχάνων, εμπόρων, εφοπλιστών και τραπεζιτών με κάθε μέσο που διαθέτουν, ώστε να διασφαλιστεί με κάθε τρόπο η ιδιοχτησία και η αποκλειστική πρόσβασή τους στο σύνολο του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου με όρους επίγειας ελίτ.
 
αναδημοσίευση από το περιοδικό
"Θέματα  παιδείας" τ. 51-52
 
 
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου