Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Η Τεχική Εκπαίδευση σήμερα. (ΙΙ)

Όπως δείξαμε στο πρώτο μέρος του αφιερώματός μας, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ είναι αποφασισμένη να προωθήσει και να επιταχύνει τις αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις στο χώρο της Τεχνικής - Επαγγελματικής Εκπαίδευσης. Οι αναδιαρθρώσεις αυτές κάθε άλλο παρά «νέες και καινοτόμες» είναι, αφού αποτελούν οργανικό κομμάτι και υλοποίηση της στρατηγικής της ΕΕ, και έχουν μια μεγάλη πορεία που ξεκινά από το «μακρινό» 1992 και υλοποιείται κατά γράμμα από όλες τις αστικές κυβερνήσεις έκτοτε, συμβαδίζοντας με τις κάθε φορά ανάγκες του κεφαλαίου για τη θωράκιση της κερδοφορίας του.
Στο δεύτερο αυτό μέρος θα δούμε ορισμένους βασικούς σταθμούς στην πορεία αυτή, με βάση κάποια από τα βασικά ντοκουμέντα της ΕΕ για το θέμα.

1992 - 2002: Μάαστριχτ» - Λευκές Βίβλοι
Έβαλαν τις βάσεις για «προσαρμογή στις μεταλλαγές της βιομηχανίας»
Τα θεμέλια της στρατηγικής της ΕΕ για την Τεχνική - Επαγγελματική Εκπαίδευση (ΤΕΕ), όλες οι βασικές κατευθύνσεις δηλαδή που έως και σήμερα βρίσκουν μπροστά τους οι νέοι σπουδαστές και μαθητευόμενοι, μπήκαν πολλά χρόνια πριν, ήδη από το 1992. 

Τα ντοκουμέντα της ΕΕ ήδη από το 1992 περιγράφουν τη σημερινή «κόλαση»: Από την κατάρτιση, στην προσωρινή δουλειά χωρίς δικαιώματα και την ανεργία
Τα ντοκουμέντα της ΕΕ ήδη από το 1992 περιγράφουν τη
σημερινή «κόλαση»: Από την κατάρτιση, στην προσωρινή
δουλειά χωρίς δικαιώματα και την ανεργία
Η τότε Συνθήκη του Μάαστριχτ, το «αγκωνάρι» που πάνω του χτίστηκε η ένωση των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, στο άρθρο 127, αναφέρει ως προς την Επαγγελματική Εκπαίδευση ότι στόχος είναι «να διευκολύνει την προσαρμογή στις μεταλλαγές της βιομηχανίας ιδίως μέσω της επαγγελματικής κατάρτισης και του επαγγελματικού αναπροσανατολισμού την αρχική επαγγελματική εκπαίδευση και τη συνεχή κατάρτιση, την ενίσχυση της κινητικότητας των εκπαιδευτών και των εκπαιδευομένων και ιδίως των νέων, να τονώνει τη συνεργασία μεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων».

Το 1993, η «Λευκή Βίβλος», το στρατηγικό δηλαδή «εγχειρίδιο» της ΕΕ για τα επόμενα χρόνια και για όλες τις αντιδραστικές αλλαγές, εξειδίκευσε περαιτέρω τις βασικές αυτές παρεμβάσεις που έπρεπε να γίνουν και στην ΤΕΕ, για την επόμενη δεκαετία.

Στο κεφάλαιο 7 και ειδικότερα στο 7.4, όπου αναλύονταν οι γενικοί στόχοι και τα συγκεκριμένα μέσα για την Επαγγελματική Εκπαίδευση, μπορεί κανείς να βρει ατόφιες τις στρατηγικές κατευθύνσεις του κεφαλαίου για την ΤΕΕ, τις ανάγκες ουσιαστικά της καπιταλιστικής οικονομίας, όλα όσα μέχρι σήμερα καταδυναστεύουν ένα σημαντικό κομμάτι της νέας βάρδιας της εργατικής τάξης.

Ας δούμε μερικά ενδεικτικά αποσπάσματα: Στην πρώτη πρόταση μπαίνει ως βάση όλων η εκμετάλλευση του εμπορεύματος εργατική δύναμη. Συγκεκριμένα:
«Η θεμελιώδης αρχή (...) θα πρέπει να είναι εκείνη της αξιοποίησης του ανθρώπινου κεφαλαίου καθ' όλη τη διάρκεια της ενεργού επαγγελματικής του ζωής, ξεκινώντας από τη βασική εκπαίδευση και έχοντας σαν στήριγμα την αρχική επαγγελματική κατάρτιση για να υπάρξει στη συνέχεια η συνεχής κατάρτιση».

Αποτυπώνοντας μάλιστα και το πώς η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων γίνεται στον καπιταλισμό από ευλογία, «κατάρα», το κείμενο περιέγραφε «προφητικά» ότι «λόγω των συνεχών αυξήσεων της παραγωγικότητας θα γίνουμε μάρτυρες μιας πρόσθετης μείωσης του χρόνου εργασίας και μιας εξισορρόπησης μεταξύ αυτού και του χρόνου κατάρτισης. Νέες οδοί θα διανοιχτούν για μια σύζευξη μεταξύ της διευθέτησης του χρόνου εργασίας και της ανάπτυξης κατάρτισης που θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο διερεύνησης και εκμετάλλευσης»!

Η δυνατότητα, δηλαδή, για μείωση του εργάσιμου χρόνου γίνεται στον καπιταλισμό δουλειά - λάστιχο (βλέπε «διευθέτηση») και συνεχής κατάρτιση πιο ειδικευμένης εργατικής δύναμης για την κερδοφορία του κεφαλαίου. Μάλιστα, το κείμενο, περιγράφοντας από τότε τον κεντρικό ρόλο της ΤΕΕ στην κόλαση που θα ζούσε τα επόμενα χρόνια η νέα βάρδια της εργατικής τάξης για τα συμφέροντα των καπιταλιστών, έλεγε χαρακτηριστικά:

«Η εφαρμογή περισσότερο ευέλικτων και ανοιχτών συστημάτων κατάρτισης και η ανάπτυξη των ικανοτήτων προσαρμογής των ατόμων θα είναι, όντως, όλο και πιο απαραίτητες συγχρόνως στις επιχειρήσεις, για να εκμεταλλευτούν περισσότερο τις τεχνολογικές καινοτομίες που αυτές τελειοποιούν ή αποκτούν, καθώς και στα ίδια τα άτομα, μια σημαντική αναλογία των οποίων κινδυνεύει να αλλάξει τέσσερις ή πέντε φορές επαγγελματική δραστηριότητα στη διάρκεια της επαγγελματικής τους ζωής».

Παίρνοντας τα μέτρα τους, οι καπιταλιστές δρομολόγησαν ήδη από τότε την απαλλαγή του καπιταλιστικού κράτους - μέσω κατάρτισης - από την ανάγκη συντήρησης της εργατικής δύναμης που «περισσεύει», των ανέργων, αφού το κείμενο έλεγε ότι «θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί η διάθεση σημαντικού ποσοστού των μέσων που είναι αφιερωμένα στην αποζημίωση των ανέργων σε ενέργειες κατάρτισης», αυτό που μετέπειτα έγινε γνωστό ως «επιδότηση της εργασίας αντί της ανεργίας», πετώντας στον καιάδα εκατομμύρια ανέργους και μονιμοποιώντας τη συνεχή διαδρομή κατάρτιση-δουλειά χωρίς δικαιώματα-ανεργία.

Επιπλέον, με βάση τη «Λευκή Βίβλο», συστηματοποιήθηκαν και η επιδότηση και τα κάθε λογής κίνητρα στους καπιταλιστές για την «ανανέωση» της εργατικής δύναμης που έχουν στη διάθεσή τους αφού: «Γενικά, ο ιδιωτικός τομέας και ειδικότερα οι επιχειρήσεις, θα πρέπει να συμμετάσχουν περισσότερο στα συστήματα επαγγελματικής κατάρτισης. Για να διευκολυνθεί αυτή η μεγαλύτερη συμμετοχή, θα πρέπει να αναπτυχθούν τα κατάλληλα κίνητρα (φορολογικής και νομικής φύσης)».

Βέβαια, το βασικότερο κίνητρο ήταν από τότε η εξασφάλιση μιας πάμφθηνης εργατικής δύναμης αφού, όπως τόνιζε το κείμενο, «οι μέθοδοι μαθητείας και δοκιμαστικής περιόδου άσκησης σε επιχειρήσεις (...) θα πρέπει να αναπτυχθούν και να συστηματοποιηθούν».

Στην κατεύθυνση αυτή, η «Λευκή Βίβλος», πλάι σε πολλά άλλα μέτρα που δρομολογούσε, έβαζε και το στόχο ουσιαστικά της διάλυσης της όποιας βασικής - γενικής μόρφωσης υπήρχε έως τότε και της αντικατάστασής της από τη «θεμελιώδη ικανότητα απόκτησης νέων γνώσεων και νέων ικανοτήτων, "της εκμάθησης μάθησης" καθ' όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής ζωής». Ενώ εντόπιζε και τις αντιφάσεις και τους κινδύνους που έκρυβε η διαδικασία αυτή αφού έλεγε ότι «βραχύτερης διάρκειας και πρακτικότερες επαγγελματικές καταρτίσεις θα πρέπει να ενθαρρύνονται, διατηρώντας ένα επίπεδο γενικών γνώσεων που να επιτρέπει μια επαρκή προσαρμοστικότητα και να αποφεύγεται η υπερεξειδίκευση».

Φυσικά, με τον όρο «γενικές γνώσεις» οι καπιταλιστές δεν εννοούσαν την επιστημονική γνώση ως βάση, πράγμα που αποδείχτηκε και τα επόμενα χρόνια, αλλά τις λεγόμενες βασικές δεξιότητες.
Οι κατευθύνσεις αυτές εξειδικεύτηκαν ακόμα περισσότερο 2 χρόνια μετά, το 1995, στη «Λευκή Βίβλο για την Εκπαίδευση και την Κατάρτιση». Στην Ελλάδα, οι κατευθύνσεις αυτές εφαρμόστηκαν με το νόμο 2640/98, τον έναν από τους δύο περιβόητους «νόμους Αρσένη».

2002-10: Διακήρυξη Κοπεγχάγης
Σήμανε γενική έφοδο στο φόντο του διεθνούς ανταγωνισμού.
Με τη διακήρυξη των υπουργών της ΕΕ και της Κομισιόν στα τέλη του 2002, δρομολογήθηκε η «ευρωπαϊκή στρατηγική για την ενισχυμένη συνεργασία στον τομέα της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης». Στη διακήρυξη της Κοπεγχάγης η τεχνικοεπαγγελματική εκπαίδευση και πρακτική καθοριζόταν ως «ένα κρίσιμο συστατικό κομμάτι της Στρατηγικής της Λισαβόνας», της στρατηγικής δηλαδή που σάρωσε κάθε εργατικό δικαίωμα στο βωμό της «ανταγωνιστικότητας» του κεφαλαίου και της διατήρησης των τότε υψηλών ρυθμών ανάπτυξης (κερδοφορίας), όπως και του τότε στόχου των καπιταλιστών η ΕΕ «να γίνει παγκόσμια η πιο δυναμική οικονομία», στόχο που βέβαια «τον πήρε το ρέμα» της καπιταλιστικής κρίσης τα επόμενα χρόνια.

Η συμβολή της ΤΕΕ στους στόχους αυτούς εντοπιζόταν στην ικανότητά της να υπηρετεί τους στόχους του κεφαλαίου για ενσωμάτωση της νέας βάρδιας της εργατικής τάξης στην καπιταλιστική παραγωγή («ενσωμάτωση» και «κοινωνική συνοχή»), με τους όρους του κεφαλαίου («κινητικότητα» - «απασχολησιμότητα», αντί για μόνιμη και σταθερή δουλειά με δικαιώματα) και για τις δικές του ανάγκες («ανταγωνιστικότητα», δηλαδή θωράκιση της καπιταλιστικής κερδοφορίας), στόχοι που εξ ορισμού αντιστρατεύονται τα εργατικά δικαιώματα και τις λαϊκές ανάγκες, όπως έδειξε και η μετέπειτα δεκαετία.

Στο πλαίσιο αυτό, οι πρώτες κινήσεις αφορούσαν την «ανίχνευση» και «καθαρισμό» του εδάφους, όπως και τη δημιουργία της βασικής υποδομής για την προσαρμογή της ΤΕΕ στις νέες ανάγκες των καπιταλιστών. Γι' αυτό η διακήρυξη έβαλε ως στόχο τη δημιουργία ενός ολόκληρου μηχανισμού για την πιστοποίηση των προσόντων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, την κινητικότητα των σπουδαστών ανάμεσα σε κλάδους, συστήματα εκπαίδευσης και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τη «διεθνοποίηση» της ΤΕΕ με την προσέλκυση και σπουδαστών εκτός ΕΕ. Ενώ ήδη από τότε ξεχωριστή σημασία δόθηκε στην «ανάπτυξη των ικανοτήτων και δεξιοτήτων σε κλαδικό επίπεδο, μέσω της ενίσχυσης της συνεργασίας και του συντονισμού ειδικά με τους κοινωνικούς εταίρους».

Η «Διακήρυξη της Κοπεγχάγης» αποτέλεσε οδηγό των αλλαγών στην ΤΕΕ τα επόμενα χρόνια. Όπως διαπίστωναν το 2010 οι υπουργοί, η Κομισιόν και οι «κοινωνικοί εταίροι», η «διαδικασία της Κοπεγχάγης» έδωσε «το έναυσμα για την ανάληψη ριζικών μεταρρυθμίσεων» στα κράτη - μέλη, «δημιούργησε αρχές και κατευθυντήριες γραμμές και μια σειρά από εργαλεία (Europass - ευρωπαϊκό πλαίσιο επαγγελματικών προσόντων, ECVET - ευρωπαϊκό σύστημα πιστωτικών μονάδων για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση, EQAVET - ευρωπαϊκό πλαίσιο αναφοράς για τη διασφάλιση της ποιότητας της ΕΕΚ)», άνοιξε το δρόμο «για τη δημιουργία ενός πραγματικού ευρωπαϊκού χώρου εκπαίδευσης και κατάρτισης». Οι αλλαγές, η εξειδίκευση και οι αποφάσεις αυτές ελέγχθηκαν στις συναντήσεις των υπουργών των κρατών - μελών της ΕΕ σε Μάαστριχτ (2004), Ελσίνκι (2006) και Μπορντό (2008).

2010-20: Ανακοινωθέν της Μπριζ
Θωράκιση της κερδοφορίας στα απόνερα της καπιταλιστικής κρίσης.
Το 2010, οι υπουργοί οι σχετικοί με την ΤΕΕ, η Κομισιόν και οι «κοινωνικοί εταίροι» που μαζεύτηκαν στην Μπριζ διαπίστωσαν ότι «πρέπει να δοθεί νέα ώθηση στη δήλωση της Κοπεγχάγης του 2002», «ιδίως υπό το πρίσμα της στρατηγικής Ευρώπη 2020», δηλαδή της στρατηγικής της ΕΕ με στόχο την ανάκαμψη από την καπιταλιστική κρίση που δεν αφήνει πέτρα πάνω στην πέτρα από εργατικά και λαϊκά δικαιώματα. Στο φόντο αυτό, και των δυσκολιών της ανάκαμψης από την καπιταλιστική κρίση, το Ανακοινωθέν της Μπριζ ασχολήθηκε με «την επανεξέταση της στρατηγικής προσέγγισης και των προτεραιοτήτων της διαδικασίας της Κοπεγχάγης για τα έτη 2011 - 2020».

Οι άνθρωποι των καπιταλιστών στην Μπριζ, ασχολήθηκαν λοιπόν με το πώς η ΤΕΕ θα προσαρμοστεί στη «νέα φάση» που διανύουμε και που απαιτεί επένδυση των τεράστιων συσσωρευμένων κεφαλαίων (που αποτελούν και την αιτία της καπιταλιστικής κρίσης) σε νέα πεδία κερδοφορίας και άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, που στον καπιταλισμό ταυτίζεται με την ένταση της εκμετάλλευσης, για να μπορεί το κεφάλαιο να είναι «ανταγωνιστικό».

Ανάγκη που βέβαια χρειάζεται και το αντίστοιχο εργατικό δυναμικό, φτηνό και κυρίως ικανό με τη δουλειά του να αποσπάσει το μέγιστο ποσοστό κέρδους για τους καπιταλιστές στους νέους τομείς και κλάδους, θωρακίζοντας την κερδοφορία των μονοπωλιακών ομίλων και διατηρώντας τους ψηλά στον ανελέητο διεθνή ανταγωνισμό.

Εχοντας λύσει σε μεγάλο βαθμό το χτύπημα της τιμής της εργατικής δύναμης κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι υπουργοί και λοιποί φορείς εστίασαν στο ζήτημα της αντιστοίχισης της ΤΕΕ με τις «ανάγκες της αγοράς». Το Ανακοινωθέν της Μπριζ μιλάει από μόνο του: «Πρέπει να βελτιώσουμε τη δυνατότητα της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΕΕΚ) να ανταποκρίνεται στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της αγοράς εργασίας. Για να μπορέσουν να συνυπολογιστούν οι μεταβαλλόμενες ανάγκες της αγοράς εργασίας στις μακροπρόθεσμες προβλέψεις της ΕΕΚ απαιτείται μεγαλύτερη κατανόηση των αναδυόμενων τομέων και δεξιοτήτων, όπως επίσης και των αλλαγών στα υπάρχοντα επαγγέλματα (...)

Τούτο συνεπάγεται τη σύσφιγξη της συνεργασίας μεταξύ των φορέων πρόβλεψης των μελλοντικών δεξιοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των εκπροσώπων των επαγγελματικών κλάδων, των κοινωνικών εταίρων, των αρμόδιων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών καθώς και των φορέων παροχής εκπαίδευσης και κατάρτισης. Πρέπει να προσαρμόζουμε τακτικά το περιεχόμενο, τις υποδομές και τις μεθόδους της ΕΕΚ, ούτως ώστε να συμβαδίζουμε με τις αλλαγές στις νέες τεχνολογίες παραγωγής και την οργάνωση της εργασίας».

Για να λύσουν αυτό ακριβώς το πρόβλημα οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τους λένε σε άλλο σημείο του κειμένου ότι «οι συμμετέχουσες χώρες θα πρέπει να προωθήσουν τις συμπράξεις μεταξύ κοινωνικών εταίρων, επιχειρήσεων, φορέων παροχής εκπαίδευσης και κατάρτισης (...) ούτως ώστε να εξασφαλιστεί η βελτίωση της μεταφοράς πληροφοριών σχετικά με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και η ανάπτυξη γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων να εξυπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες αυτές. Οι εργοδότες και οι κοινωνικοί εταίροι θα πρέπει να προσπαθήσουν να ορίσουν με σαφήνεια τις ικανότητες και τα προσόντα που χρειάζονται τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, μέσα στον κάθε τομέα αλλά και διατομεακά».

Βεβαίως, το ζήτημα δεν είναι η φυσιολογική σε κάθε κοινωνία διαδικασία αντιστοίχισης της Τεχνικής Εκπαίδευσης, όπως και γενικά της Εκπαίδευσης με την οικονομία και τη συνεχή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Το ζήτημα είναι με ποια οικονομία, με ποιες σχέσεις παραγωγής είναι η Τεχνολογική αυτή Εκπαίδευση συνδεδεμένη.

Και εδώ μιλάμε για την καπιταλιστική οικονομία και μάλιστα στο τελευταίο στάδιό της, αυτό της κυριαρχίας των μονοπωλιακών ομίλων, όπου ο καπιταλισμός σαπίζει, και μπορεί να προσφέρει «απλόχερα» μόνο εκμετάλλευση, φτώχεια, καπιταλιστικές κρίσεις, αδιέξοδα κάθε είδους και ζωή χωρίς δικαιώματα στους νέους και τους εργαζόμενους, για να θησαυρίζουν μια χούφτα παράσιτα - μέτοχοι. Αυτό δηλαδή που βιώνει η νέα βάρδια της εργατικής τάξης είτε στο κυνήγι της κατάρτισης και επανακατάρτισης, είτε στη σκλαβιά της μαθητείας, είτε στην κόλαση της ανεργίας.

Οι «προκλήσεις» για το κεφάλαιο, «κατάρα» για τους εργαζόμενους.
Αλλά και το ίδιο το κείμενο είναι αποκαλυπτικό για το πώς στο στενό ορίζοντα της καπιταλιστικής οικονομίας η αντιστοίχιση της Τεχνικής - Επαγγελματικής Εκπαίδευσης με τις σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις, που γίνεται για τα συμφέροντα των μονοπωλιακών ομίλων και των επιχειρήσεων, όχι μόνο δεν έχει σχέση με τις σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων αλλά ουσιαστικά γι' αυτούς μετατρέπεται σε «κατάρα». Να τι περιγράφεται στο κομμάτι «παρούσες και μελλοντικές προκλήσεις»:
1. «Οι ενήλικες και ιδίως οι ηλικιωμένοι εργαζόμενοι θα κληθούν ολοένα και περισσότερο να βελτιώνουν και να διευρύνουν τις δεξιότητες και τις ικανότητές τους μέσω της συνεχούς ΕΕΚ». Επανακατάρτιση δηλαδή ως τον... τάφο, με δεδομένο ότι οι εργαζόμενοι θα πρέπει να δουλεύουν για τους καπιταλιστές μέχρι την τελευταία τους ανάσα.
2. «Η αρχική και η συνεχής ΕΕΚ συνυπηρετούν τον εξής διττό στόχο: Να συμβάλλουν στην απασχολησιμότητα και την οικονομική μεγέθυνση καθώς και να ανταποκρίνονται σε ευρύτερες κοινωνικές προκλήσεις, ιδίως στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής». Η Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση έχουν δηλαδή ως στόχο τη «μεγέθυνση» των κερδών των καπιταλιστών, την περιστασιακή «απασχολησιμότητα» (αντί της μόνιμης δουλειάς με δικαιώματα) για τους εργαζόμενους, αλλά και τη διαμόρφωση αντίστοιχης συνείδησης στους εργαζόμενους («κοινωνική συνοχή») που θα θεωρούν ότι το συμφέρον του εκμεταλλευτή τους είναι και δικό τους.
3. «Εάν επιθυμούμε η Ευρώπη να παραμείνει στην κεφαλή της εξαγωγής βιομηχανικών προϊόντων στον κόσμο, πρέπει και η ευρωπαϊκή ΕΕΚ να είναι παγκόσμιου επιπέδου». «Η οικονομική παγκοσμιοποίηση ενθαρρύνει τους εργοδότες, τους εργαζόμενους και τους ανεξάρτητους επιχειρηματίες να επεκτείνουν το πεδίο δράσης τους πέραν των συνόρων της χώρας τους. Οι φορείς παροχής ΕΕΚ πρέπει να τους υποστηρίξουν στη διαδικασία αυτή».
Αλλά τι σχέση έχει αυτός ο στόχος των ευρωπαϊκών μονοπωλίων να παραμείνουν ψηλά στον διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό, με τις λαϊκές ανάγκες και την ικανοποίησή τους; Καμία, πέρα απ' το ότι το ανελέητο κυνήγι του κέρδους στον παγκόσμιο στίβο σηματοδοτεί για τους εργαζόμενους νέο γύρο της έντασης της εκμετάλλευσης, που αποτελεί εξάλλου τον πρώτο και βασικό όρο για να είναι το κεφάλαιο «ανταγωνιστικό», να απομυζά δηλαδή το μέγιστο ποσοστό κέρδους.
4. «Τα εθνικά συστήματα ΕΕΚ, ως παράγοντες της παγκόσμιας εκπαιδευτικής αγοράς, πρέπει να διατηρούν την επαφή τους με τον ευρύτερο κόσμο για να παραμένουν σύγχρονα και ανταγωνιστικά. Πρέπει να μπορούν περισσότερο να προσελκύουν εκπαιδευόμενους από άλλες χώρες εντός και εκτός ΕΕ...». Ακόμα και αυτή η Τεχνική Εκπαίδευση αντιμετωπίζεται δηλαδή ως ένα ακόμα εμπόρευμα στο παγκόσμιο εκπαιδευτικό γιουσουρούμ.

«Επένδυση» των καπιταλιστών στο εμπόρευμα «εργατική δύναμη».
Οσο κι αν οι παραπάνω στόχοι έχουν σχέση με την αναπαραγωγή και προετοιμασία ενός σύγχρονου εργατικού δυναμικού για τις ανάγκες των καπιταλιστών, τα καπιταλιστικά κράτη έχουν δυσκολία να τους υπηρετήσουν, μέσα σε συνθήκες «οικονομικής ασφυξίας» για τις καπιταλιστικές οικονομίες, όπου οι προτεραιότητες είναι άλλες, όπως π.χ. η εξυπηρέτηση του μεγάλου κρατικού δανεισμού που πηγαίνει στις επιχειρήσεις και τους ομίλους κ.ο.κ.

Έτσι, το κείμενο της Μπριζ ουσιαστικά βάζει ως στόχο του για την τρέχουσα δεκαετία, πάνω στο έδαφος της υποχρηματοδότησης, να μεγαλώσει η εμπλοκή των επιχειρήσεων στο κομμάτι αυτό της εκπαίδευσης, στο περιεχόμενο αλλά και τη χρηματοδότηση, άμεση ή έμμεση.

Συγκεκριμένα, το κείμενο λέει: «Η οικονομική ύφεση δεν πρέπει να οδηγήσει σε μείωση των επενδύσεων στην ΕΕΚ. Αντιθέτως, οι δημοσιονομικοί περιορισμοί πρέπει να αποτελέσουν το έναυσμα εξεύρεσης καινοτόμων λύσεων που θα εξασφαλίσουν (...) βιώσιμη χρηματοδότηση για την ΕΕΚ».

Ενώ στο κομμάτι «βελτίωση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας της ΕΕ», εξηγεί ακόμη περισσότερο το στόχο αυτό, αναφέροντας: «Οι φορείς παροχής ΕΕΚ θα πρέπει να εξετάζουν τρόπους να καλύπτουν από κοινού και σε συνεργασία με επιχειρήσεις το σχετικό κόστος και εξοπλισμό. Θα πρέπει επίσης να προωθείται η μάθηση στο χώρο της εργασίας σε επιχειρήσεις που διαθέτουν την κατάλληλη υποδομή».

Ενώ ρητά μπαίνει και η οδηγία «οι αρχές στις συμμετέχουσες χώρες - σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο - να βοηθήσουν τα σχολεία και τις επιχειρήσεις να συσφίξουν τη συνεργασία τους».

Μάλιστα, στην κατεύθυνση αυτή και ειδικά όσον αφορά τη συνεχή κατάρτιση τονίζεται ότι «οι συμμετέχουσες χώρες οφείλουν να δημιουργήσουν κατάλληλο πλαίσιο που θα ενθαρρύνει τις εταιρείες να εξακολουθήσουν να επενδύουν στην ανάπτυξη ανθρώπινου δυναμικού και στη συνεχή ΕΕΚ. Η απόφαση σχετικά με το κατάλληλο μείγμα κινήτρων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων εναπόκειται στις συμμετέχουσες χώρες».

Δηλαδή, όπως περιέγραφε η «μακρινή» «Λευκή Βίβλος» και όπως γίνεται όλα αυτά τα χρόνια, τα καπιταλιστικά κράτη θα δίνουν και επιπλέον κίνητρα στους επιχειρηματίες, όπως φοροαπαλλαγές, επιδοτήσεις κ.τ.λ. για να ειδικεύουν τους εργαζόμενους που θα εκμεταλλεύονται παραπάνω! Όπως δηλαδή συμβαίνει και με τις υπόλοιπες «επενδύσεις» του κεφαλαίου, το ίδιο και με την επένδυση στο εμπόρευμα «εργατική δύναμη».

«Κλειδί» η μαθητεία.
Λέει και άλλα πολλά το Ανακοινωθέν της Μπριζ, που προβλέπει την ακόμα μεγαλύτερη κινητικότητα σπουδαστών και μαθητευόμενων, τη γενίκευση με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο της κατάρτισης και επανακατάρτισης (με μεγάλο βάρος στη λεγόμενη «άτυπη» κατάρτιση σε επιχειρήσεις, ΜΚΟ και τη λεγόμενη «κοινωνική οικονομία»).

Εκείνο όμως που ξεχωρίζει ακόμη περισσότερο σε σχέση με τα προηγούμενα κείμενα είναι η ακόμη μεγαλύτερη έμφαση που δίνεται στο ρόλο της μαθητείας, με την πλέον χαρακτηριστική διατύπωση να προβλέπει ότι:
 «η μάθηση στο χώρο της εργασίας, που επιτελείται σε σύμπραξη με επιχειρήσεις και μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, πρέπει να καταστεί χαρακτηριστικό όλων των κύκλων μαθημάτων της αρχικής επαγγελματικής εκπαίδευσης».

Αλλά με το ζήτημα αυτό, όπως και με τις αποφάσεις που πάρθηκαν σε συνέχεια του Ανακοινωθέντος της Μπριζ («εγγυήσεις για τη νεολαία» κ.ο.κ.), θα ασχοληθούμε στο επόμενο μέρος του αφιερώματός μας.


πηγή: σχετικό άρθρο- έρευνα του Ριζοσπάστη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου