Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

«Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη»; Μόνο στον ταξικό αγώνα!

Υπάρχει ένας νομικός όρος, ας πούμε «νέας τεχνολογίας». Πολυδιαφημίστηκε, ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες, σαν μεγάλη πρόοδος εναντίον της κρατικής αυθαιρεσίας. Πρόκειται για την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη έναντι του κράτους. Σκοπός της είναι «η προστασία του διοικούμενου από ενδεχόμενο επιζήμιο για τα δικαιώματά του αιφνιδιασμό εξαιτίας μεταβολής της διοικητικής πρακτικής ή ακόμη και της νομοθεσίας». 
 
Ορίζει δηλαδή αυτή η αρχή: Δεν μπορείς «κύριε Κράτος» να με αιφνιδιάζεις, να αλλάζεις από τη μια μέρα στην άλλη τον προγραμματισμό που έχω κάνει στη ζωή μου με βάση αποδοχές και δικαιώματα που είχα νόμιμα. Γενικά θεωρείται ότι αφορά μόνο νόμιμα δικαιώματα και πρακτικές του Κράτους. Δεν μπορείς, δηλαδή, με βάση αυτή την αρχή να χτίσεις ένα αυθαίρετο και μετά να απαιτήσεις τη νομιμοποίησή του επειδή πριν από σένα κάποια αυθαίρετα νομιμοποιήθηκαν (αν και αυτό συνέβαινε κατά κόρον, όποτε τα αστικά κόμματα ήθελαν να πιάσουν «πελάτες»…). Η «δικαιολογημένη εμπιστοσύνη» υποτίθεται όμως ότι προστατεύει -αν μη τι άλλο- δικαιώματα που ήταν ήδη κατοχυρωμένα από τη νομοθεσία. Δεν εφαρμόζεται - αλίμονο!- σε προεκλογικά προγράμματα…

Μέχρι πριν το ξέσπασμα της κρίσης, αυτή η «αρχή» είχε βρει, πράγματι, κάποια εφαρμογή: κάποιες δικαστικές προσφυγές εργαζόμενων ή άλλων πολιτών είχαν ευοδωθεί, κάποιων κυβερνητικών μέτρων η υλοποίηση είχε δυσκολέψει. Άλλωστε, το σμήνος των προβεβλημένων «εργατολόγων» (που σε συνεργασία με εργοδοτικούς-κυβερνητικούς συνδικαλιστές υποδείκνυαν τα δικαστήρια ως μοναδική οδό διεκδίκησης για τους εργαζόμενους), πάνω σε αυτή και σε άλλες τέτοιες «μοντέρνες αρχές του δικαίου» (βλ. «αρχή της ισότητας») έχτιζε τη «φάμπρικά» του.
 
Γιατί τα θυμηθήκαμε όμως αυτά τα «δικηγορίστικα»; 
Καταρχάς, γιατί ακριβώς, με το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης, ειδικά στην Ελλάδα, αυτή η αρχή άρχισε να «πνέει τα λοίσθια». Τη «δικαιολογημένη εμπιστοσύνη» τη βλέπουμε να τσαλαπατιέται και να γελοιοποιείται με κάθε κυβερνητικό νομοθέτημα και απόφαση, όταν ωμά –μέχρι και αναδρομικά- κόβονται μισθοί, συντάξεις, επιδόματα, όταν επιχειρείται η πιο άγρια φοροληστεία των λαϊκών στρωμάτων.
 

«Παράπλευρη απώλεια» της κρίσης λοιπόν κι αυτές οι «κομψές» αρχές του δικαίου, καθώς σήμερα οι αστοί την «εμπιστοσύνη» και άλλα τέτοια «μυστήρια» νομικά προσχήματα, δεν έχουν την πολυτέλεια να τα τηρούν. Όσο για τα δικαστήρια, παρά τις «καθυστερήσεις» τους -που τα μνημόνια έχουν έγνοια να «διορθώσουν»- έχουν κι αυτά αρχίσει να προσαρμόζονται αναλόγως (και σε ευρωπαϊκό επίπεδο). Η συνήθως αργή αστική δικαιοσύνη έχει το …μονόφθαλμο κουσούρι να αναγνωρίζει με ιδιαίτερη ταχύτητα τις «νέες επείγουσες πραγματικότητες» που υπαγορεύουν τα μονοπωλιακά συμφέροντα και πάντα βρίσκει τρόπο να αντικαθιστά τις παλιές φιοριτούρες με νέες, πιο «ρεαλιστικές». Το κρέας λοιπόν θα βαφτιστεί και πάλι ψάρι και τρόπος να παραβλεφθούν δικαιώματα που είναι από κάθε άποψη νόμιμα, τελικά θα βρεθεί. Την πραμάτεια τους οι «εργατολόγοι» και οι εργατοπατέρες θα συνεχίσουν να την πουλούν, όμως κέρδος οι εργαζόμενοι δεν θα βλέπουν, παρά πενιχρό και προσωρινό.

 
Ο δεύτερος λόγος που θυμηθήκαμε αυτή την - οσονούπω «μακαρίτισσα» - «δικαιολογημένη εμπιστοσύνη» είναι γιατί η εμφάνιση και η σύντομη δόξα της αντανακλούσε ακριβώς τη σχετική «εμπιστοσύνη» που - με τη σχετική βελτίωση των όρων ζωής - είχε επικρατήσει επί δεκαετίες σε λαϊκά και εργαζόμενα στρώματα. Ήταν εμπιστοσύνη απέναντι στον ίδιο τον καπιταλισμό, που - παρά τα καθημερινά δεινά του για τους ανθρώπους του μόχθου - δημιουργούσε την ψευδαίσθηση ότι θα εξασφάλιζε μια διαρκή άνοδο του βιοτικού επιπέδου και των κοινωνικών δικαιωμάτων. Ήταν εμπιστοσύνη απέναντι στο Κράτος, που - έστω κι αν στην πραγματικότητα βρίσκεται στην υπηρεσία του γενικού συμφέροντος των μονοπωλίων - δημιουργούσε την ψευδαίσθηση ότι «κατοχυρώνει» όλο και περισσότερους νόμους υπέρ των ασθενέστερων. Τέλος, ήταν εμπιστοσύνη στα αστικά κόμματα, δεξιά ή αριστερά, που παρουσιάζονταν ως «συνήγοροι» των λαϊκών αιτημάτων κι έταζαν κάθε φορά την προώθηση της άλφα ή της βήτα «υπόθεσης».
 
Κάποιοι φωνασκούν ότι η εμπιστοσύνη «προδόθηκε» μόνο από τους αστούς πολιτικούς και τα κόμματά τους (καλώντας μας περίπου να συμπεριφερθούμε ως αγανακτισμένοι πελάτες που τα βάζουν με τον δικηγόρο τους). «Νέα» και «άφθαρτα» πρόσωπα και κόμματα-λαϊκοί συνήγοροι εμφανίζονται στη θέση των παλιών και «ανίκανων» με την υπόσχεση να εκπροσωπήσουν καλύτερα από τους προηγούμενους τα «δίκαια αιτήματα» του λαού, ενώπιον των «άτεγκτων δικαστηρίων» της καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής οικονομίας, μέχρι που κι αυτοί επιστρέφουν με μισοκακόμοιρο ύφος ανακοινώνοντας στον «λαό-πελάτη» τους: «δυστυχώς χάσαμε…». 
 
Αλλά δεν σταματούν εδώ: με περισσή χυδαιότητα – σπορ στο οποίο η σημερινή συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αναδεικνύεται πρωταθλήτρια - αρχίζουν ξαφνικά να «ανακαλύπτουν» ότι οι πελάτες τους δεν έχουν και τόσο «νόμιμα» κατοχυρώσει αυτά που έλεγαν πριν «δίκαια» και «κατοχυρωμένα». «Εκβίαζαν», λένε, τους πολιτικούς με την ψήφο τους να παραχωρούν δικαιώματα υπεράνω των δυνατοτήτων του ελληνικού καπιταλισμού, άρα κάπου «δίκαια» τα χάνουν σήμερα. Αρχίζουν να μετατρέπονται κι αυτοί, σαν τους προκατόχους τους, από συνήγοροι σε «εισαγγελείς», ανακαλύπτουν και καταγγέλλουν «προνόμια» και «προνομιούχους» που πρέπει να παταχθούν, βάζουν στο στόχαστρο αυτούς τους οποίους είχαν υποσχεθεί ότι θα προστάτευαν.
 
Στη «δικαστική» φάρσα της αστικής πολιτικής, οι «αδικούμενοι» ξεκινούν ως ενάγοντες και καταλήγουν μονίμως εναγόμενοι ή και κατηγορούμενοι…. 
 
Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι μόνο που οι εργαζόμενοι εμπιστεύτηκαν τα δίκαιά τους στον άλφα ή βήτα απατεωνίσκο πολιτικό αλλά ότι έτσι εμπιστεύτηκαν τις δυνατότητες του καπιταλισμού και του αστικού Κράτους να ικανοποιήσουν τις κοινωνικές ανάγκες. Πρόκειται πράγματι για μια αδικαιολόγητη εμπιστοσύνη, αδικαιολόγητη με βάση το σύνολο της ιστορικής εμπειρίας, παλιότερης αλλά και πολύ πρόσφατης. 
 
Το κράτος που διαχειρίζεται την κρίση των μονοπωλίων μόνο σαν εγγυητής των εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων δεν μπορεί να λειτουργήσει, αφού αυτά ήταν και παραμένουν ασύμβατα με την «ανάπτυξη» των καπιταλιστικών κερδών.
 
Το μόνο που καταφέρνουμε με το να έχουμε τέτοιες προσδοκίες, είναι να τους δίνουμε χρόνο ώστε να επεξεργαστούν τη νέα βούλα «δικαίου» και «ηθικής» με την οποία θα σφραγίσουν τις νέες μορφές καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
 
Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη είναι ιστορικά αυτή που μπορούν και πρέπει να δείξουν ξανά οι εργαζόμενοι στην γραμμή της ταξικής πάλης.
 
Η εμπιστοσύνη στην πάλη με σημαία το δικό τους δίκιο, την πάλη που ιστορικά γέννησε όλα τα δικαιώματα που σήμερα ξεδιάντροπα μας παίρνουν πίσω.
 
 
Νίκος Ζαρταμόπουλος,

εφημερίδα "Νέο Εμπρός", φ. 1112, 16-12-2015, σελ. 7
(με μικρές αποκλίσεις από το δημοσιευμένο) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου