Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Το σχολείο και ο ρόλος των εκπαιδευτικών του ταξικού κινήματος στη διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς.

Διεθνής Συνδικαλιστική Διάσκεψη για την εκπαίδευση 28-29 Οκτώβρη στις Βρυξέλλες.
Πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία από τη FISE και την Παγκόσμια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία (ΠΣΟ) Διεθνής Διάσκεψη για την Εκπαίδευση με θέμα: "Ο ρόλος των εκπαιδευτικών σήμερα, το σχολείο του σήμερα, η δημόσια εκπαίδευση, η δημοκρατία στην εκπαίδευση" στις 28-29 Οκτώβρη στις Βρυξέλλες, με τη συμμετοχή και παρουσία συνδικαλιστών εκπαιδευτικών από 16 χώρες από όλο τον κόσμο.
Οι συμμετέχοντες σσυνδικαλιστές συζήτησαν για το ρόλο των εκπαιδευτικών και των εργαζομένων στην εκπαίδευση σήμερα και για τις πρωτοβουλίες που θα βοηθήσουν στο συντονισμό του αγώνα των εργαζομένων στην εκπαίδευση σε όλο τον κόσμο.

Δημοσιεύουμε πιο κάτω την παρέμβαση που πραγματοποίησαν οι εκπρόσωποι εκπαιδευτικοί του ΠΑΜΕ σχετικά με το σχολείο και το ρόλο των εκπαιδευτικών του ταξικού κινήματος στη διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς.

 ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ O ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΤΑΞΙΚΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ
ΣΤΗ ΔΙΑΠΑΙΔΑΓΩΓΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΓΕΝΙΑΣ

Με την παρέμβαση μας αυτή επιδιώκουμε να βοηθήσουμε να  ανοίξει  η  αναγκαία συζήτηση για την ευθύνη και τον ρόλο του ταξικού κινήματος στους εκπαιδευτικούς ώστε να παρέμβει και να συμβάλλει στη διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς, των παιδιών της λαϊκής οικογένειας με τις αξίες και τα οράματα του εργατικού και επαναστατικού κινήματος.

Ζήτημα που επιχειρούμε να βάλουμε στην χώρα μας σαν κρίσιμο  ζήτημα παρέμβασης του εργατικού  κινήματος χωρίς να το αποσπάμε από την πάλη για την παρεμπόδιση και την απόκρουση της επίθεσης από το κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις του με βαριές σήμερα τις επιπτώσεις στην ζωή και τα δικαιώματα μας. Ξέρουμε ότι η επίθεση που δεχόμαστε δεν είναι ένα επεισόδιο της καπιταλιστικής κρίσης αλλά νύχι-κρέας της ίδιας της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αφορά και εμάς και τα παιδιά μας.

ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΩΣ ΧΩΡΟΣ ΔΙΑΠΑΙΔΑΓΩΓΗΣΗΣ
Το αστικό κράτος και το πολιτικό του προσωπικό, ιδιαίτερα ο ιδεολογικός κρατικός μηχανισμός της εκπαίδευσης, οι πολυπλόκαμοι κρατικοί και επιχειρηματικοί μηχανισμοί μόρφωσης, προπαγάνδας, πολιτισμού και αθλητισμού οργανώνουν την ιδεολογικοπολιτική τους παρέμβαση σε πολύ μικρότερες ηλικίες, από την ηλικία του Νηπιαγωγείου, του Δημοτικού και του Γυμνασίου. Σε ηλικίες δηλαδή που δεν είναι δυνατό το παιδί να έχει εμπειρίες συλλογικής αγωνιστικής δράσης. 
Οι ηλικίες αυτές δεν είναι δυνατό όπως καταλαβαίνουμε να αποκτούν τα πρώτα στοιχεία κριτικής σκέψης και συλλογικότητας με τον ίδιο τρόπο που διεξάγεται η ιδεολογικοπολιτική ενσωμάτωση μέσα από τα σχολικά προγράμματα, με τον ίδιο τρόπο που διεξάγεται η  διαπάλη στο κίνημα των εκπαιδευτικών και της νεολαίας.

Το σίγουρο όμως είναι ότι το εργατικό κίνημα, οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί πρέπει να συνειδητοποιήσουν και να αντιμετωπίσουν την ιδεολογικοπολιτική επίθεση που δέχονται τα παιδιά τους από τα σπάργανα ακόμη προκειμένου να διαπαιδαγωγηθούν σε αντιλήψεις και πρακτικές που διαιωνίζουν την εκμετάλλευση σαν φυσικό νόμο, την υποταγή σε αυτή ως μονόδρομο του ανθρώπου, να βιώνουν τον Ιμπεριαλιστικό πόλεμο, την προσφυγιά, την ληστεία του εγχώριου πλούτου σαν το τίμημα της ανάπτυξης που δεν είναι παρά ο δρόμος για ανάπτυξη των κερδών για τις μονοπωλιακές επιχειρήσεις, κάτω από την διεύθυνση του πολιτικού τους προσωπικού.

Αγαπητοί σύντροφοι/συναγωνιστές.

Σήμερα στην χώρα μας περίπου 1,4 εκατομμύριο μαθητές, ηλικίας 4 έως 18 ετών συμμετέχουν στις διαδικασίες και τις δομές  της δημόσιας εκπαίδευσης. Σε αυτές τους εκπαιδεύουν περίπου 120 χιλιάδες εργαζόμενοι.

Κάτοχοι - πτυχίων ΑΕΙ, που και αυτοί έχουν περάσει ως μαθητές και φοιτητές από το αστικό εκπαιδευτικό σύστημα. Κουβαλούν δηλαδή ως δάσκαλοι και παιδαγωγοί ενιαία, τόσο την επιστημονική γνώση όσο και την ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης, ένα φορτίο που εκφράζεται όχι μόνο γενικά αλλά κυρίως συγκεκριμένα (πχ αντίληψη για την παιδαγωγική, για το χαρακτήρα της αλήθειας, γνώμη απέναντι στις αστικές αναδιαρθρώσεις στην εκπαίδευση, για το ρόλο του εκπαιδευτικού, κτλ.)

Οι αριθμοί αναδεικνύουν το πολύ απλό γεγονός ότι εκτός εξαιρέσεων που συνδέονται με τη σχολική εγκατάλειψη και τη μαθητική διαρροή, δεν υπάρχει νέος που δεν έχει για 12-13 χρόνια διαπαιδαγωγηθεί και διδαχθεί συστηματικά μέσα στο αστικό σχολείο.

Στο αστικό σχολείο όμως  διεξάγεται η ιδεολογική χειραγώγηση αθόρυβα και συστηματικά, και κυρίως έχοντας την ισχύ ενός φυσικού-αυτονόητου φαινομένου.

Κατά μια έννοια, η περίφημη διατύπωση του Καρλ Μαρξ ότι οι ιδέες γίνονται υλική δύναμη όταν κατακτήσουν τις μάζες, ισχύει και για την αστική τάξη καθώς το σχολείο της είναι ένας χώρος όπου οι ιδέες της γίνονται υλική δύναμη κατακτώντας τις παιδικές και νεανικές μάζες. Ως εκ τούτου το εργατικό ταξικό κίνημα οφείλει να σταθεί στη βαρύτητα της εκπαίδευσης ως χώρου συνολικής λειτουργίας και διαπαιδαγώγησης που επιδρά στην συνείδηση της νέας φουρνιάς της εργατικής τάξης, στο κίνημα μας.

Η εκπαίδευση και το σχολείο αντικειμενικά έχει σημαίνοντα ρόλο. Οι διευρυμένες και σε διάρκεια δομές και λειτουργίες της εκπαίδευσης μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία επιδρούν καθοριστικά στην κοινωνικοποίηση του παιδιού, στη διαμόρφωση της συνείδησής του.  

Το περιεχόμενο του μαθήματος αν και είναι ένα εμφανές και κρίσιμο στοιχείο ιδεολογικής παρέμβασης του αστικού σχολείου, δεν είναι το μόνο. Το σχολείο, η εκπαίδευση, ως σύστημα, δεν ασκούν αρνητική επίδραση μόνο μέσω του περιεχομένου της μόρφωσης, αλλά και με όλη τη λειτουργία τους, καθώς και με τους νέους μηχανισμούς ενσωμάτωσης γύρω από αυτό που επιδιώκουν την ενεργητική συμμετοχή εκπαιδευτικών, των μαθητών. 

Πέρα δηλαδή από την ιδεολογική λειτουργία υπάρχει  η λειτουργία της πειθάρχησης (π.χ. στην χώρα μας η επί της ουσίας αναγκαστική προσευχή, οι επισκέψεις στην εκκλησία, οι θρησκευτικές εικόνες στην τάξη, κ.α.), η λειτουργία της καταστολής (π.χ. η στάση απέναντι στους αγωνιστές μαθητές, πρόσφατη είναι και η καταδίκη σειράς μαθητών ακόμη και  με φυλάκιση γιατί εναντιώθηκαν στις αντιδραστικές ανατροπές στο σχολείο ή με τους ριζοσπάστες αγωνιζόμενους  εκπαιδευτικούς, το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο αντιμετώπισης των κινητοποιήσεων όπως η πράξη νομοθετικού περιεχομένου, κ.α.). Κοντολογίς το σχολείο διαπαιδαγωγεί, δηλαδή πέρα από τις γνώσεις και τις ιδέες μαθαίνει στους μαθητές πώς να ζουν.

Ακόμη, οι δραματικές αλλαγές που έχει φέρει η καπιταλιστική ανάπτυξη στο τρόπο ζωής της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, των παιδιών τους  (ωράριο και εργασιακές σχέσεις, ελεύθερος χρόνος, επικοινωνία, απομόνωση και ατομικός τρόπος ζωής κ.λ.π) ενισχύουν τη δύναμη χειραγώγησης των αντιστοιχών αστικών ιδεολογικών μηχανισμών όπως είναι και οι δομές της εκπαίδευσης αφού αυτές αναδείχνονται ως ο αναγκαίος μονόδρομος μιας σχετικά ομαλής κοινωνικοποίησης των παιδιών τους.

Έτσι μπορεί κανείς να κατανοήσει για παράδειγμα γιατί παρότι στις μέρες μας ο εκπαιδευτικός χάνει σε κύρος στη συνείδηση του μαθητή, σε σχέση με παλιότερα,  αυτά που διδάσκει στο σχολείο έχουν όλο και μεγαλύτερη επίδραση στη διαμόρφωση της συνείδησής του.  

Δίνοντας μια πρώτη απάντηση για την ουσία του σχολείου από τη σκοπιά της ταξικής πολιτικής δράσης, μπορούμε να καταλήξουμε στα εξής:

Το σχολείο αποτελεί κρίσιμο τμήμα του ενιαίου κρατικού μηχανισμού της αστικής τάξης. Ως τέτοιο είναι αστικό στην ουσία του. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του ως ιδεολογικού μηχανισμού του δίνει μια επίφαση ουδετερότητας και απόσπασης από την καθαυτή οικονομική εκμεταλλευτική λειτουργία.

Το γεγονός ότι στα πλαίσια του εκπαιδευτικού συστήματος όλων των βαθμίδων, παρά τους ταξικούς διαχωρισμούς και τη διαφοροποιημένη ποιότητα, συντελείται μια διαδικασία απόκτησης γνώσης, συγκαλύπτει το γεγονός ότι ταυτόχρονα συντελείται και ιδεολογική ενσωμάτωση στο εκμεταλλευτικό σύστημα, διδάσκονται ως διαχρονικές οι νομοτέλειες και αξίες του καπιταλισμού.

Πάνω σε αυτό το έδαφος εδράζεται και η άποψη ότι υπάρχει ή ότι πρέπει να υπάρχει «παιδαγωγική ελευθερία και αυτονομία» στο σχολείο. Μια θέση που έχει μεγάλη επιρροή ειδικά στο κίνημα των εκπαιδευτικών στην χώρα μας  που απολυτοποιεί τη «δυνατότητα» του εκπαιδευτικού να επιλέγει δήθεν παιδαγωγικές και διδακτικές μεθόδους και επιμέρους γνωστικά αντικείμενα, χωρίς την ανάγκη να αντιπαρατίθεται συνολικά με τους στόχους και το περιεχόμενο του σχολείου, το κράτος και την εξουσία της αστικής τάξης που το προσδιορίζει. 

Δεν είναι τυχαίο ότι με την προμετωπίδα και της «παιδαγωγικής ελευθερίας» τουλάχιστον στην χώρα μας  έχουν ενσωματωθεί χωρίς ισχυρή αντίδραση βασικές στρατηγικές της ΕΕ στην εκπαίδευση όπως η «δια βιου μάθηση» που συστηματικά προωθείται με κλιμακούμενες αιχμές, (π.χ. ευρωπαϊκά προγράμματα, διαφοροποίηση σχολείων). Τέτοιες αντιλήψεις τελικά, δεν είναι παρά η απόσπαση της οικονομίας από την πολιτική και την εκπαίδευση.

Όμως αυτή η αντίληψη κρίνεται μέσα από τη ζωή. Είναι με άλλοθι την «παιδαγωγική ελευθερία» που δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ (αξιωματική αντιπολίτευση σήμερα και δύναμη του οπορτουνισμού στην χώρα  μας που σοσιαλδημοκρατικοποιειται με άλματα) που αντιτάχθηκαν στην πολεμική που το ΠΑΜΕ άνοιξε σε σχολεία της πρωτεύουσας, με αφορμή τον αντικομουνισμό μέσα στο  μάθημα της ιστορίας,  αναπαράγοντας την κεντρική αστική γραμμή «έξω τα κόμματα από τα σχολεία», την λογική ότι τάχα το σχολειό είναι ένας αταξικός χώρος .

Μα καλά θα πει κάποιος, τι τάχα μπορεί να κάνει με αυτά τα δεδομένα ένας ριζοσπάστης εκπαιδευτικός; Πώς μπορεί να ξεπεράσει καθορισμένα όρια, συσχετισμούς, να παρέμβει και να επιδράσει σε μαθητές και εκπαιδευτικούς παρά και ενάντια σε «θεούς και δαίμονες»;

Αυτό είναι το  έδαφος στο οποίο ο κομμουνιστής εκπαιδευτικός πρέπει να δουλέψει. Ο αστικός χαρακτήρας του σχολείου, τα νέα αντιδραστικό μέτρα που παίρνει και θα παίρνει το αστικό κράτος σε αυτό, είναι ένα το κρατούμενο.Η υλοποίηση μιας τέτοιας παρέμβασης είναι σίγουρα μια σύνθετη διαδικασία,  έκφραση της ταξικής πάλης, που σημαίνει σύγκρουση με τις αντιδραστικές αστικές ιδέες μέσα από το γνωστικό αντικείμενο και το παιδαγωγικό έργο.

Σηματοδοτεί  καθήκοντα που έχουν να κάνουν και με την ατομική ευθύνη του εκπαιδευτικού μέσα και έξω από την τάξη απέναντι στους μαθητές του και που ολοκληρώνεται και τροφοδοτείται με αντίστοιχη δράση στο συλλογικό επίπεδο, στο μαζικό κίνημα, με ανάλογη  γραμμή συνολικής απειθαρχίας, ανυπακοής και ρήξης με την πολιτική των μονοπωλίων. Χρειάζεται επίσης να ορθώνεται και ένα κίνημα υπεράσπισης αυτών των εκπαιδευτικών που αντικειμενικά θα τεθούν στο στόχαστρο, θα διωχθούν πιθανά από το αστικό κράτος λόγω της έμπρακτης ανυπακοής τους και της κατεύθυνσης της παρέμβασής τους.

Το γεγονός λοιπόν ότι δε μπορεί να υπάρξει το σχολείο ως «νησίδα αλήθειας» στο καπιταλισμό δε σημαίνει ότι δεν μπορεί να οργανώνεται η ιδεολογική, διαπαιδαγωγική παρέμβαση των ριζοσπαστών εκπαιδευτικών, με τέτοιο τρόπο ώστε να δουλεύουν με τους μαθητές, να δένουν τη λαϊκή οικογένεια με την ανάγκη όχι μόνο γενικά με το ζήτημα της γνώσης και της πρόσβασης σε αυτήν αλλά και ως πεδίο αντιπαράθεσης στο ιδεολογικό της περίβλημα και τους στόχους που υπηρετεί.
Να βοηθήσουν νεολαία και εργατική τάξη με όρους αντίστασης, απειθαρχίας, αντεπίθεσης να συγκρουστούν με την αντιδραστική ιδεολογία, ν’ αποκτήσουν στοιχεία υλιστικής αντίληψης στην κίνηση της ιστορίας, διαλεκτική κριτική σκέψη τα νέα παιδιά. Αυτό άλλωστε συνιστά ανυπακοή.

Να πούμε ακόμη ότι κοιτώντας τη διαδρομή του κινήματος μας στο χώρο της εκπαίδευσης διακρίνουμε ότι οι  εκπαιδευτικοί κατέγραψαν μια ιστορική αγωνιστική πορεία με βάση το κεντρικό ζήτημα: «ποιο σχολείο- σε ποια κοινωνία». Με βάση αυτή την καθαρή γραμμή επέδρασε το ταξικά προσανατολισμένο κίνημα στις κατακτήσεις του λαού μας σε αυτό το μέτωπο, με βάση αυτή την γραμμή πήραν θέση στην ματωμένη σειρά των ηρώων του οι μεγαλύτεροι παιδαγωγοί του τόπου μας.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ.
Κατά τη γνώμη μας, δεν μπορούν να γίνουν ουσιαστικά βήματα στην αντιπαράθεση με τις απαιτήσεις του αστικού κράτους στο μέτωπο του περιεχομένου του σχολείου (ιδεολογία, διδακτική, παιδαγωγική, κ.α.) αν τουλάχιστον οι εκπαιδευτικοί του ταξικού κινήματος δεν κατανοήσουν το ρόλο που αντικειμενικά έχει αναθέσει η αστική τάξη στους εκπαιδευτικούς που δεν είναι άλλος από το να συμβάλλουν  στην αναπαραγωγή της αστικής ιδεολογίας μέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας.Πρέπει να τον κατανοήσουν βαθιά για να μπορέσουν βάσιμα να τον αντιπαλέψουν!

Ακόμα  σήμερα είναι αναγκαίο να κατανοούνται τα νέα στοιχεία που προκύπτουν για το ρόλο του εκπαιδευτικού σε συνθήκες νίκης της αντεπανάστασης, οπισθοχώρησης του εργατικού κινήματος  σε όλη την Ευρώπη και όχι μόνο, της υλοποίησης των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων στην εκπαίδευση με βάση την στρατηγική της ΕΕ και τις ανάγκες του κεφαλαίου οι οποίες δημιουργούν και ένα νέο τοπίο στο αστικό σχολείο, σχετικά διαφορετικό από το αστικό σχολείο της δεκαετίας του 80 ή ακόμα και της δεκαετίας του 90, τουλάχιστον στη χώρα μας γιατί αυτά τα ζητήματα στις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες έχουν προχωρήσει πριν από χρόνια.

Τις προηγούμενες δεκαετίες στην Ελλάδα είχαμε τη διεύρυνση του κρατικού τομέα με εργαζόμενους με (ή κυρίως με) επιστημονική ειδίκευση.
Η αντίστροφη πορεία που παρατηρείται σήμερα μέσα από τη συρρίκνωση των κρατικών υπαλλήλων με μόνιμη σχέση, δεν φαίνεται να αναιρεί  την έως τώρα βασική αστική επιλογή, κρίσιμες πτυχές της λειτουργίας του όπως η εκπαίδευση να εξυπηρετούνται καλύτερα από εργαζόμενους με σχετικά μόνιμη σχέση εργασίας.
Και αυτό δικαιολογείται προκειμένου να υπάρχει –όσο το δυνατόν- μια σταθερή συνέχεια στις δομές αυτές, λαμβάνοντας υπόψη ότι η εκπαίδευση ως ιδεολογικός μηχανισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει αποδοτικά για το σύστημα αν κυριαρχεί η ελαστική σχέση εργασίας (αναπληρωτές ή ωρομίσθιοι).

Κατά τη εξέλιξη της καπιταλιστικής κρίσης, στο χώρο της εκπαίδευσης παρατηρείται αλλαγή αλλά όχι τόση που να ανατρέπει το συσχετισμό ανάμεσα στη σχετικά σταθερή (έως τώρα μόνιμη) και την ελαστική σχέση εργασίας. Μάλλον πάμε σε  μια γενική μείωση του αριθμού των εκπαιδευτικών με τάση αύξησης του ωραρίου και της κινητικότητάς τους και σφοδρές ανατροπές στην δευτεροβάθμια γενική εκπαίδευση που θα στρέφουν τα φτωχόπαιδα στην ψευτοκατάρτιση.

Η κατανόηση της αντικειμενικής θέσης του εκπαιδευτικού  συμβάλλει να γίνει καθαρό ότι και η σύγκρουση με το αστικό κράτος σε αυτό το χώρο, απαιτεί και σύγκρουση με τα όποια προνόμια έως τώρα απολαμβάνει, με τις «αβάντες» που  του δίνει η θέση του, παρ’ όλη την σχετική επιδείνωση της σήμερα. Που σημαίνει πρέπει να διαλέξει ποιόν θα πάει και ποιόν θα αφήσει.

Βεβαίως, οι συνθήκες ζωής και εργασίας του εκπαιδευτικού, η επίθεση στα δικαιώματά του ειδικά στην φάση που είμαστε στην φάση της κρίσης  αποτελούν την υλική βάση ώστε να διαμορφώνονται νέοι, πιο ευνοϊκοί όροι συμμετοχής των εκπαιδευτικών στην πάλη του ταξικού κινήματος, χωρίς όμως να παραγνωρίζεται η αντιφατικότητα που απορρέει από τη θέση τους στον ιδεολογικό μηχανισμό του αστικού κράτους αλλά και από τις σχετικά μειωμένες αλλά ακόμα υπαρκτές δυνατότητες για ενίσχυση του εισοδήματός τους (π.χ στην πατρίδα μας μέσω και του ιδιαίτερου φροντιστηρίου, ευρωπαϊκά προγράμματα, στελεχικές θέσεις, κλπ).

Έχουμε λοιπόν την γνώμη ότι οι ριζοσπάστες εκπαιδευτικοί διαμορφώνονται ως τέτοιοι πρώτα απ’ όλα κατανοώντας το κύριο: Ανεξάρτητα από τους συσχετισμούς που διαμορφώνονται ιστορικά στην κοινωνία, η εκπαίδευση αποτελεί τμήμα του ενιαίου μηχανισμού του κράτους της αστικής τάξης και ότι οι εκπαιδευτικοί εντάσσονται σε αυτόν τον μηχανισμό ως λειτουργοί του, αναπαράγοντας τους στόχους που ως ταξικός μηχανισμός θέτει. Άρα ο πρωτοπόρος εκπαιδευτικός αντικειμενικά θα έρθει σε σύγκρουση με το αντιδραστικό, αστικό περιεχόμενο αυτού του μηχανισμού. Η  κατανόηση αυτής της αλήθειας αποτελεί και την συνθήκη για την ενίσχυση του ίδιου του προσανατολισμού του κινήματος των εκπαιδευτικών, για το στέριωμα της συμμαχίας με γονείς, με τα εργαζόμενα λαϊκά στρώματα

ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΚΕΦΤΟΜΑΣΤΕ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ;
Το σχολικό πρόγραμμα, το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων, το αναλυτικό πρόγραμμα υλοποιούνται από τους εκπαιδευτικούς. Χωρίς τη δουλειά του εκπαιδευτικού η συγκεκριμενοποίηση των γενικών κατευθύνσεων παραμένει σχετικά κενό γράμμα.Γι’ αυτό άλλωστε, η ανάγκη να αποτιμάται, να ελέγχεται η λειτουργία του εκπαιδευτικού με τα κριτήρια που η αστική στρατηγική θέτει για την παιδεία και αναγνωρίζεται σήμερα ως πρωτεύουσα ανάγκη διεθνώς από όλους τους φορείς, ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, σήμερα κτλ. Αντανακλά την αναγκη τους  για το πώς πιο ενιαία, χωρίς διαφοροποιήσεις  θα προωθούνται οι αλλαγές και στο επίπεδο της σχολικής τάξης, στο περιεχόμενο της διδασκαλίας

Το ζήτημα της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων είναι άρρηκτα δεμένο με αυτή την ανάγκη και πέρα από ταξικό δίχτυ λειτουργεί και ως δίχτυ ιδεολογικής χειραγώγησης.

ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΜΑΣ ΑΠΟ ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΝΕΙ 
ΣΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ
Τα  τελευταία χρόνια μέσα από τη συμμετοχή των εκπαιδευτικών του ΠΑΜΕ, έχουμε πάρει πρωτοβουλίες παρέμβασης πάνω σε ιστορικούς σταθμούς-επετείους των αγώνων του λαού μας, των αγώνων της νεολαίας. (28η Οκτωβρίου, Πολυτεχνείο, 25η Μαρτίου). Οι παρεμβάσεις έχουν το χαρακτήρα π.χ επιστολών της Πανελλαδικής Γραμματείας Εκπαιδευτικών του ΠΑΜΕ προς τους μαθητές, αναλυτικές προτάσεις για το πώς μπορεί να στηθεί μια σχολική γιορτή, βιβλιογραφία για εκπαιδευτικούς και μαθητές, κριτική παρέμβαση στα σχολικά βιβλία, συσκέψεις σωματείων για το περιεχόμενο των βιβλίων. Επίσης οργανώνονται επισκέψεις, σε  ιστορικούς τόπους, σε μουσεία,  κτλ.

Το κύριο χαρακτηριστικό αυτών των πρωτοβουλιών είναι ότι έχουν ακόμα επετειακό χαρακτήρα, εκδηλώνονται δηλαδή με αφορμή κάποια ημερομηνία σταθμό. Σε αυτή τη φάση οργανώνουμε  την συστηματοποίηση τους μαζί με  την ανάγκη να πάμε πέρα από αυτές,  να οργανώσουμε πιο συστηματικά την προετοιμασία παρέμβασης στο περιεχόμενο των μαθημάτων  αυτό καθαυτό. Εκτιμάμε ότι γενικά  μετράμε ακόμα μικρά αποτελέσματα και αναντίστοιχα των αναγκών. Υπάρχει καθυστέρηση στο να παίξει το ρόλο του ο ριζοσπάστης εκπαιδευτικός μέσα στην τάξη.

 Οι δυσκολίες προκύπτουν από τους αρνητικούς συσχετισμούς στην κοινωνία, από το πώς εκφράζονται αυτοί στο χώρο της εκπαίδευσης, επιδρά και η επέλαση των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων στο σχολείο. Υπάρχει διστακτικότητα, φόβος και ιδεολογική διαπάλη. Φόβος στο να γίνει πράξη η απειθαρχία σε αυτά που ζητάει το αστικό κράτος από τον εκπαιδευτικό, να εκφραστεί αυτό μέσα στο μάθημα. Διαπάλη, δισταγμός  γύρω από το ζήτημα του τι είναι ορθό, αληθές, επιβεβαιωμένο επιστημονικά.

          Βασικά συμπεράσματα που βγάζουμε:
  • Πρώτον, όταν η παρέμβαση απευθύνεται στους μαθητές, μέσα στην σχολική τάξη, ανοίγει  αντικειμενικά και το ζήτημα για το ρόλο του εκπαιδευτικού ως κρατικού υπαλλήλου, «που πρέπει να διδάσκει αυτά που η κυβέρνηση αποφασίζει», ανοίγει δηλαδή η συζήτηση της έμπρακτης απειθαρχίας στο ίδιο το  περιεχόμενο του σχολείου.
  • Δεύτερον, η κριτική στα σχολικά βιβλία, στο περιεχόμενο τους, εμπεριέχει πολεμική, αντιπαράθεση πάνω στο τι συνιστά την αλήθεια και τι είναι ψέμα.
  • Τρίτον, απαιτείται να λαμβάνεται υπόψη ακόμα καλύτερα η απάντηση του αντιπάλου, τα επιχειρήματα που αντιπαραβάλει, να δουλεύεται καλύτερα το περιεχόμενο της ιδεολογικής παρέμβασης, να ανεβαίνει η συλλογική ικανότητα της «τέχνης να λες την αλήθεια» όπως έγραφε και ο Μπρεχτ και πόσο μάλλον στα παιδιά.
Από την πλευρά των ριζοσπαστών εκπαιδευτικών απαιτείται να απαντηθεί επιθετικά το κρίσιμο και βασικό που έχει να κάνει με την αντικειμενικότητα της αλήθειας. Αλλιώς θα αναπαράγεται μια συζήτηση όπου ο καθένας θα λέει «έχω το δικαίωμα να λέω τη γνώμη μου γιατί η αλήθεια είναι σχετική και υποκειμενική». Άποψη η οποία είναι ενισχυμένη στους εκπαιδευτικούς  και στους μαθητές οι οποίοι άλλωστε έρχονται από πολύ νωρίς σε επαφή (ήδη από το Δημοτικό) με τις αντιδραστικές θεωρίες της αστικής παιδαγωγικής πράξης για την υποκειμενική «κατασκευή» της γνώσης.

Τα παραπάνω είναι μερικές μόνο πλευρές της εμπειρίας που έχουμε αποκομίσει έως τώρα και προσπαθούμε να  βγάζουμε συμπεράσματα τα οποία είναι και κρίσιμα για  τα καθήκοντα μας, τις δυσκολίας και τις αναστολές που πρέπει να ξεπεράσουμε.

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ
 Ο πρωτοπόρος εκπαιδευτικός πρέπει να διαχωρίσει τη γνώση από τα ιδεολογήματα της αστικής χειραγώγησης, να ξεμπλοκάρει δηλαδή τη βασική λειτουργία που του ανατίθεται από το αστικό κράτος και να τη θέσει στην υπηρεσία της αλήθειας και του λαού. Προφανώς, μια τέτοια κατεύθυνση  θα προκαλέσει και  σύγκρουση. Προκειμένου όμως αυτό το πρόταγμα να μην μείνει σύνθημα απαιτείται να εξετάσουμε ορισμένες προϋποθέσεις για να γίνει πράξη.

Καταρχήν, ικανότητα διαχωρισμού ανάμεσα στην αστική ιδεολογία και τη γνώση σημαίνει ότι πρώτα πρέπει να εντοπιστεί πια είναι η αστική ιδεολογία και πια η πραγματική επιστημονική γνώση.
Πρόκειται για προσπάθεια που προϋποθέτει ουσιαστική προετοιμασία για κάθε μάθημα προκειμένου να ανοίγονται δρόμοι προσέγγισης με την υλιστική-διαλεκτική μεθοδολογία, να διαμορφώνεται ανάλογα και με την ηλικία ένα επιστημονικό κοσμοθεωρητικό υπόβαθρο μελέτης του φυσικού και κοινωνικού κόσμου.

Δεύτερον, αποτελεί αναγκαία συνθήκη ο ριζοσπάστης εκπαιδευτικός να κατακτά βαθιά γνώση της διαλεκτικής σκέψης. Να μπορεί δηλαδή να εντοπίζει και να παλεύει ενάντια σε κάθε μορφή ιδεαλισμού και αγνωστικισμού, είτε γενικά είτε στην εκδοχή τους σε κάθε επιστημονικό αντικείμενο. Να μπορεί να υπερασπίσει πειστικά και με επιχειρήματα την άποψη ότι η διδασκαλία με βάση τον διαλεκτικό υλισμό δεν αφορά τη διδασκαλία μιας άλλης άποψης στο όνομα του πλουραλισμού, αλλά την επιστημονική προσέγγιση της πραγματικότητας και ως εκ τούτου αντικειμενικά αναγκαία στην εκπαιδευτική-μορφωτική διαδικασία. 
Και τέτοια παραδείγματα «αναβλύζουν» από τα επιτεύγματα της ανθρώπινης γνώσης. Για παράδειγμα η επιστημονική, διαλεκτική-υλιστική αξιοποίηση της θεωρίας της σχετικότητας, της θεωρίας του Δαρβίνου για την καταγωγή των ειδών (η οποία δεν διδάσκεται στο σχολείο και σε πολλές χώρες μάλιστα απαγορεύεται), η θεμελίωση της σημασίας της πάλης των τάξεων μέσα από την ιστορία, κ.α., δίνουν μια τέτοια δυνατότητα.

Χωρίς να είναι στους σκοπούς μας μια αναλυτική πρόταση για το πώς μπορεί να οργανωθεί η παρέμβαση του ριζοσπάστη εκπαιδευτικού ανά μάθημα και γνωστικό αντικείμενο, μπορούμε -ωστόσο- να θέσουμε προς προβληματισμό ορισμένες σκέψεις:

Οι εκπαιδευτικοί των φυσικών επιστημών, οφείλουν να εντοπίσουν την υποβάθμιση της νομοτέλειας και της γενίκευσης, να αναδείξουν  την αλήθεια ότι ο κόσμος είναι άπειρος και αιώνιος, δίχως αρχή και δημιουργό και ενιαίος γιατί είναι υλικός. Να συμβάλλουν έτσι ώστε η γνώση του φυσικού κόσμου να είναι συγκροτημένη, να έχει δηλαδή ένα στέρεο κοσμοθεωρητικό (υλιστικό) υπόβαθρο. 

Αντίστοιχα, οι εκπαιδευτικοί των μαθηματικών οφείλουν να αναδείξουν ότι ακόμα και μια επιστήμη με υψηλό βαθμό αφαίρεσης αντανακλά τελικά τις ποσοτικές σχέσεις των αντικειμένων, γενικότερα του φυσικού και κοινωνικού κόσμου. Να δώσουν ιστορικά στοιχεία για το πώς γεννήθηκαν τα μαθηματικά ως ανάγκη να μετρηθούν τα εδάφη, να βρεθεί η αλληλουχία στο πέρασμα των εποχών, και όλα αυτά για πολύ πρακτικούς λόγους.

Οι εκπαιδευτικοί των κοινωνικών επιστημών, να έχουν καθαρή αντίληψη για τον ακόμα πιο στενό δεσμό που υπάρχει ανάμεσα στο περιεχόμενο του μαθήματος τους και την αστική ιδεολογία. Με αυτή την έννοια, χρειάζεται π.χ  από το μάθημα να βγαίνουν συμπεράσματα για το ρόλο της εργασίας στη διαδικασία εξανθρώπισης του πιθήκου, για τον καθοριστικό ρόλο της πάλης των τάξεων στην εξέλιξη και την αλλαγή των κοινωνικο-οικονομικών σχηματισμών. 
Να γίνεται αναφορά στην επαναστατική βία με αφορμή π.χ τη γαλλική επανάσταση, το ρόλο των εξεγέρσεων των καταπιεσμένων. Να διαμορφώνονται κριτήρια για τη σχέση της προσωπικότητας με τον ταξικό χαρακτήρα της εξουσίας, του κράτους, κτλ.

Το ίδιο ισχύει και για τους εκπαιδευτικούς οικονομικής επιστήμης. Χρειάζεται να τοποθετήσουν το ζήτημα πέρα από την τεχνοκρατική-αστική αντίληψη που διδάσκονται οι μαθητές σήμερα ότι ο εργατοϋπάλληλος είναι συνώνυμο με το κόστος.  Να δίνονται ιστορικά στοιχεία για την οικονομική κρίση του καπιταλισμού,  να εισάγονται στοιχεία κατανόησης του μηχανισμού κίνησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η έννοια της εκμετάλλευσης, κ.α. 

Ο δάσκαλος, χρειάζεται να εστιάσει την προσοχή του στη διαμόρφωση προϋποθέσεων ώστε απ’ όλα τα μαθήματα να ξεπροβάλλει η πίστη στη δυνατότητα του ανθρώπου να γνωρίσει και να αλλάξει τον κόσμο. Να δίνει τη δυνατότητα στα παιδιά να κατανοήσουν την κίνηση ως τρόπο ύπαρξης της ύλης, φυσικά με τον πιο απλό τρόπο, από την πιο μικρή ηλικία να δημιουργεί καταστάσεις προβληματισμού, να προκαλεί δηλαδή τη σκέψη των μαθητών του, να αποκαλύπτει αλήθειες, να ταρακουνά συνειδήσεις, έτοιμες «αλήθειες».

Φυσικά, στην παρέμβασή του πρέπει να λάβει υπόψη ότι απευθύνεται σε μικρές ηλικίες αλλά και σε γονείς, άρα χρειάζεται να έχει διαμορφώσει εκ των προτέρων μια τέτοια σχέση με αυτούς ώστε να πείθονται ότι αυτό είναι το περιεχόμενο της δουλειάς ενός δασκάλου που νοιάζεται για τη μόρφωση των παιδιών της λαϊκής οικογένειας, να μπορεί να αντέχει σε πιέσεις, οι οποίες φυσικά δεν αντιμετωπίζονται «κατά μόνας», αλλά και η προσωπική στάση είναι αυτή που δίνει το στίγμα, λειτουργεί ως παράδειγμα.

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΠΑΙΔΑΓΩΓΗΣΗΣ
Ο ριζοσπάστης εκπαιδευτικός πρέπει να γνωρίζει -ακόμη και αν δεν ζει εκεί- τι γίνεται στην γειτονιά, την πόλη  των μαθητών του, πώς δρα το κίνημα, τα προβλήματα των λαϊκών ανθρώπων στην περιοχή του. Τις πιο μεγάλες ευκαιρίες για να ανοίξουν ζητήματα στο σχολείο και στην τάξη τις δίνει η ζωή και η ταξική πάλη. Πόσες αφορμές και για πόσα μαθήματα δεν έδωσε ο αγώνας των Χαλυβουργών, των Ναυτεργατών, των Αγροτών κλπ

Η ίδια η πείρα αναδεικνύει την αξία της ανάληψης ευθύνης από τους ριζοσπάστες εκπαιδευτικούς. Υπάρχουν παραδείγματα όπου εκπαιδευτικοί οργανώνουν μαζί με τους μαθητές τους σε  εκδηλώσεις αλληλεγγύης δάσκαλος και μαθητές επίσκεψη στους απεργούς της χαλυβουργίας, διευρύνονται πρωτοβουλίες ταξικών σωματείων, εκπαιδευτικών για την μαθησιακή στήριξη παιδιών ανέργων, εργατών, που τα λέμε λαϊκά φροντιστήρια,) πολιτιστικές μορφωτικές παρεμβάσεις, επισκέψεις σε θεατρικές παραστάσεις, σε κινηματογραφικά έργα, κτλ. Πρωτοβουλίες που συνάντησαν και εχθρική αντιμετώπιση (π.χ από τους φασίστες της Χρυσής Αυγής) και αναγνωρίζονται ως θετικές από ευρύτερες δυνάμεις, κυρίως από τους μαθητές. Αυτή λοιπόν η πείρα θέλουμε να γενικευθεί.

Η μελέτη και διάδοση του προοδευτικού βιβλίου, αποτελούν αναντικατάστατα βήματα σε αυτή την προσπάθεια. Πολιτιστικές, ψυχαγωγικές εκδηλώσεις, αξιοποίηση των μορφών της τέχνης, συζητήσεις, παρουσιάσεις βιβλίων σε συλλόγους φοιτητών, δασκάλων, σε ΕΛΜΕ, σε κοινή δράση με τους γονείς, τα σωματεία και τους φορείς της γειτονιάς, είναι μορφές που θέλουμε να πολλαπλασιαστούν.

ΕΧΟΥΜΕ ΠΟΛΛΑ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ -ΤΟ ΕΞΗΣ ΕΝΑ
Να κατανοηθεί ως βασική ευθύνη, η ευθύνη του ριζοσπάστη εκπαιδευτικού να οργανώσει το μάθημα, να βοηθήσει τους μαθητές να ανοίξουν  ζητήματα που τους αφορούν. Να μπολιάζει με την επιστημονική του ιδεολογία την καθημερινότητα, η οποία επιδρά πολλαπλάσια ακόμα και αν δεν έχει πολλές φορές άμεσα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα, είναι το λίπασμα όμως για θετικές αλλαγές στη συνείδηση των νέων ανθρώπων. Μια πιο ολοκληρωμένη, πιο πλούσια και σχεδιασμένη παρέμβασης στο σχολείο εκ των πραγμάτων συνδέεται με την ποιότητα της δουλειάς, το περιεχόμενο λειτουργίας και δράσης των ταξικών δυνάμεων σε κάθε  σωματείο και  χώρο των εκπαιδευτικών.

Χωρίς αναβολές, χωρίς καθυστερήσεις, να αντιστοιχήσουμε το επίπεδο της διαπαιδαγωγητικής μας παρέμβασης στο ύψος των περιστάσεων και των αναγκών. Χρειάζεται να πάρουμε μέτρα προκειμένου και ο διαπαιδαγωγητής να διαπαιδαγωγηθεί! που σημαίνει ότι τα σφυριά χτυπάνε Εδώ! Στο περιεχόμενο και τους σκοπούς της  εκπαίδευσης.

πηγή: ΠΑΜΕ εκπαιδευτικών 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου